Η σκληρή λιτότητα ενδέχεται να οδηγήσει σε πολιτικές και κυβερνητικές αλλάγες αντιμνημονιακού χαρακτήρα στην Ελλάδα, επισημαίνεται στην τελευταία έκθεση Eurozone Forecast (EEF) Spring 2013 της Ernst & Young, όπου, παράλληλα, εκτιμάται ότι η Ευρωζώνη θα εμφανίζει όλο και πιο ορατά σημάδια ανάκαμψης όσο υποχωρεί ο κίνδυνος διάλυσής της.
Ωστόσο, παρά τα σημάδια βελτίωσης της παγκόσμιας επιχειρηματικής εμπιστοσύνης, από την αρχή του έτους, πολλά θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη της ζώνης του ευρώ παραμένουν αδύναμα και απρόβλεπτα, τονίζεται.
Όπως εκτιμάται στην έκθεση, η αποδέσμευση των κεφαλαίων και η χαλάρωση των στόχων επαρκούν, για να αποσοβήσουν τον κίνδυνο πιθανής εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ, στη διάρκεια του 2013, ενώ ενισχύεται η αισιοδοξία για το μέλλον της Ελλάδας στην Ευρωζώνη.
Ωστόσο, όπως αναφέρει η Ernst & Young, ακόμη και το αναθεωρημένο πρόγραμμα εξακολουθεί να διατρέχει τον κίνδυνο της απόκλισης από τους στόχους και η Ελλάδα εξακολουθεί να βρίσκεται αντιμέτωπη με μία αυστηρή περιοριστική δημοσιονομική πολιτική, για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, πράγμα, που συνεπάγεται σημαντικούς κινδύνους εφαρμογής, δεδομένου του κοινωνικού κόστους.
«Η εκλογή ενός κόμματος, που αντιτίθεται στους όρους της συμφωνίας διάσωσης, παραμένει ως ενδεχόμενο, ιδίως αν τα μέτρα λιτότητας έχουν αρνητικές αναδιανεμητικές επιπτώσεις», τονίζει η Ernst & Young.
Ως εκ τούτου, στην έκθεση εκτιμάται ότι το ελληνικό ΑΕΠ θα συρρικνωθεί πάνω από 5% το 2013, ενώ η οικονομία θα παραμείνει αδύναμη και το 2014.
Για τους προαναφερόμενους λόγους, όπως τονίζεται στην έκθεση, θα απαιτηθεί σημαντική περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους προς τους επίσημους πιστωτές για μεγάλο χρονικό διάστημα, ούτως ώστε το ελληνικό χρέος να καταστεί βιώσιμο μεσοπρόθεσμα.
Η έκθεση προβλέπει αναστροφή της πορείας στη Ευρωζώνη στα μέσα του 2013. Παρά την επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης, κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους, αναμένεται συνολική μείωση του ΑΕΠ της τάξης του 0,5%, για το 2013, μετά από μία αντίστοιχη μείωση, το 2012.
Για το 2014, προβλέπεται υποτονική ανάπτυξη της τάξης του 1,1%. Κατά τα επόμενα χρόνια, ο ρυθμός ανάπτυξης θα παραμείνει χαμηλός κατά μέσο όρο 1,4%, ετησίως, κατά την περίοδο 2014 έως 2017, σχεδόν μία ολόκληρη ποσοστιαία μονάδα κάτω από το μέσο όρο 2,3%, που πέτυχε η Ευρωζώνη, κατά την προηγούμενη δεκαετία.
Η αντίθεση μεταξύ της περιορισμένης ανάπτυξης στις χώρες του πυρήνα της Ευρωζώνης και της συνεχιζόμενης ύφεσης στις χώρες της περιφέρειας θα παραμείνει έντονη, το 2013, αν και η βελτίωση της παραγωγικότητας στις χώρες της περιφέρειας θα περιορίσει αυτό το χάσμα, το 2014.
Σύμφωνα με την έκθεση, η Ευρωζώνη εξακολουθεί να αντιμετωπίζει προκλήσεις, οι οποίες ενδέχεται να υπονομεύσουν την ήδη «εύθραυστη» εμπιστοσύνη.
Το αποτέλεσμα των εκλογών στην Ιταλία και οι πολιτικές προκλήσεις σε αρκετές ακόμη χώρες της Ευρωζώνης παραμένουν πηγές αβεβαιότητας, όπως τα συνεχιζόμενα υψηλά επίπεδα της ανεργίας, οι μειωμένες δαπάνες επιχειρήσεων και καταναλωτών, καθώς και η δημοσιονομική λιτότητα.
Ωστόσο, το γεγονός ότι οι ΗΠΑ και οι ασιατικές οικονομίες δίνουν μία αίσθηση πραγματικής δυναμικής και η εκτίμηση του συστημικού κινδύνου από την ΕΚΤ έχει μειωθεί σημαντικά, δημιουργούν την αίσθηση ότι τα χειρότερα έχουν τελειώσει.
Η έκθεση προβλέπει ότι ο ρυθμός συρρίκνωσης στην περιφέρεια θα επιβραδυνθεί από 1,9%, το 2012, στο 1,4%, το 2013, πριν από την επιστροφή στην ανάπτυξη, το 2014.
Η έκθεση εκτιμά ότι, το 2014, οι περιφερειακές χώρες της Ευρωζώνης με την ταχύτερη αύξηση των εξαγωγών θα είναι η Ελλάδα, η Ιρλανδία και η Ισπανία, με ρυθμούς 9,3%, 4,4% και 4,1%, αντίστοιχα.
Οι τρεις αυτές χώρες έχουν επιτύχει τη μεγαλύτερη βελτίωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος και, κατ΄ επέκταση, της ανταγωνιστικότητας, από το 2008.
Η έκθεση προβλέπει ότι η ανεργία στην Ευρωζώνη θα φτάσει στο επίπεδο ρεκόρ του 12,4%, μέχρι το τέλος του 2013, με τα ποσοστά ανεργίας στην Ισπανία και την Ελλάδα να ξεπερνούν το 26,5%.
«Ακόμη και μετά την ανάκαμψη, ο αριθμός ανέργων σε όλη την Ευρώπη θα παραμένει πεισματικά υψηλός. Μέχρι το τέλος του 2017, η έκθεση εκτιμά ότι το ποσοστό ανεργίας θα παραμείνει πάνω από το 11% και ο αριθμός των ανέργων θα είναι κατά περίπου 6,5 εκατομμύρια υψηλότερος από ό,τι πριν μία δεκαετία», τονίζεται.
Η τάση των καταναλωτών για νέες αγορές θα περιορισθεί από την περαιτέρω αύξηση της ανεργίας, το 2013. Η συνεχιζόμενη περιοριστική δημοσιονομική πολιτική και τα μέτρα λιτότητας θα έχουν, επίσης, αντίκτυπο στις δαπάνες των νοικοκυριών. Οι καταναλωτικές δαπάνες αναμένεται να μειωθούν και πάλι, το 2013, κατά 0,6%, πριν αρχίσουν να αναπτύσσονται αργά κατά μέσο όρο μόλις 1%, ετησίως, στο διάστημα 2014-2017.
Η απομόχλευση του τραπεζικού τομέα θα συνεχίσει, επίσης, να περιορίζει την ανάπτυξη στο χρονικό ορίζοντα των προβλέψεων. Παρά το γεγονός ότι το τραπεζικό σύστημα αποτελεί πλέον πολύ μικρότερη συστημική απειλή για την ευρύτερη οικονομία από ό,τι πριν από έναν χρόνο, δεν είναι ακόμη σε θέση να αποτελέσει κινητήρια δύναμη της οικονομικής ανάκαμψης, μέσω της ταχείας αύξησης των χορηγήσεων. Σε γενικές γραμμές, η πιστωτική στενότητα θα επιδράσει αρνητικά στις επενδύσεις και τις καταναλωτικές δαπάνες», υπογραμμίζεται στην έκθεση.
Όπως αναφέρει η Ernst & Young, «αν η άνοδος του ευρώ συνεχισθεί, μπορεί να χρειασθεί να παρέμβει η ΕΚΤ, ενδεχομένως ακόμη και με μείωση των επιτοκίων, προκειμένου να αποφευχθεί ενδεχόμενη περαιτέρω ανατίμηση. Ένα ισχυρότερο ευρώ αποτελεί μία ακόμη απειλή για τις προοπτικές της Ευρωζώνης, αλλά πρόκειται για κάτι με το οποίο οι επιχειρήσεις έχουν εξοικειωθεί και, συνεπώς, δεν αναμένεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις».
Μεσοπρόθεσμα, η αυστηρή δημοσιονομική πολιτική αναμένεται, επίσης, να αποτελέσει τροχοπέδη για την ανάπτυξη. Η έκθεση εκτιμά ότι η δημοσιονομική συρρίκνωση θα ξεπεράσει και πάλι το 1% του ΑΕΠ, φέτος, μειώνοντας την αύξηση του ΑΕΠ κατά περίπου μία ποσοστιαία μονάδα.
Από το 2014 και μετά, ο ρυθμός της δημοσιονομικής συρρίκνωσης θα πρέπει να μειωθεί με ρυθμό μεταξύ 0,5% και 1% του ΑΕΠ, ετησίως, θα συνεχίσει να περιορίζει την ανάπτυξη.