«Η προώθηση συνεργασιών μεταξύ ελληνικών και ευρωπαϊκών επιχειρήσεων αποτελεί στόχο – κλειδί στην προσπάθεια της χώρας μας να επανέλθει σε τροχιά ανάπτυξης, ενισχύοντας την εξωστρέφειά της και αξιοποιώντας τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα. Πρόκειται για μια προσπάθεια που μπορεί να παράγει οφέλη τόσο για την Ελλάδα και τις επιχειρήσεις της, όσο και για τους εταίρους και τους συνεργάτες τους», τόνισε στην ομιλία του στην διημερίδα για την προώθηση επιχειρηματικών συνεργασιών στην Ελλάδα, ο πρόεδρος ΚΕΕΕ και ΕΒΕΑ, κ. Κωνσταντίνος Μίχαλος.
«Εδώ και μια τριετία περίπου, η έλλειψη ρευστότητας και η αδυναμία άντλησης κεφαλαίων από το τραπεζικό σύστημα, δυσχεραίνουν όχι μόνο την ανάπτυξη αλλά σε πολλές περιπτώσεις και την ίδια την επιβίωση των ελληνικών επιχειρήσεων. Είναι προφανές δε ότι δημιουργούν αξεπέραστα εμπόδια στην εξωστρεφή δραστηριότητα και στην υλοποίηση νέων επενδύσεων», επισήμανε ο κ. Μίχαλος, τονίζοντας ότι «το πρόβλημα έλαβε εκρηκτικές διαστάσεις στη διάρκεια της προηγούμενης χρονιάς, εξαιτίας της κλιμάκωσης της αβεβαιότητας όσον αφορά την παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ. Ακόμη και σήμερα, ωστόσο, παρά τη σταθεροποίηση της κατάστασης και την απομάκρυνση του κινδύνου, οι πιέσεις παραμένουν».
Ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ συνέχισε υπογραμμίζοντας ότι «η πρόσβαση στη χρηματοδότηση εξακολουθεί να είναι ιδιαίτερα δύσκολη ακόμα και για μεγάλες επιχειρήσεις με υψηλή κεφαλαιοποίηση, ενώ για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι σχεδόν αδύνατη. Εκτός από δυσεύρετος, όμως, ο δανεισμός παραμένει και εξαιρετικά ακριβός, αφού το κόστος του συνήθως ξεπερνά το 8% και φθάνει μέχρι και το 13%, με τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις να βρίσκονται και πάλι στη χειρότερη θέση».
Το πρόβλημα αυτό έχει σημαντικές επιπτώσεις στο σύνολο της επιχειρηματικής δραστηριότητας, καθιστώντας σχεδόν αδύνατο το σχεδιασμό νέων επενδύσεων και την ανάληψη εξωστρεφών πρωτοβουλιών, πρόσθεσε ο κ. Μίχαλος, επισημαίνοντας ότι «οι δραστηριότητες αυτές απαιτούν κεφάλαια, τα οποία σήμερα δεν διαθέτει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Ακόμα και η απορρόφηση των πόρων του ΕΣΠΑ ή η αξιοποίηση σημαντικών αναπτυξιακών εργαλείων, όπως ο επενδυτικός νόμος και οι ΣΔΙΤ, καθίσταται προβληματική, εφόσον είναι εξαιρετικά δύσκολο να χρηματοδοτηθεί η ίδια συμμετοχή».
Λόγω αυτής της κατάστασης «υπονομεύεται η τεράστια προσπάθεια που καταβάλλουν τα τελευταία χρόνια οι ελληνικές επιχειρήσεις στον τομέα της εξωστρέφειας. Είναι προφανές ότι μια επιχείρηση που δανείζεται με τριπλάσιο κόστος σε σχέση με τους διεθνείς ανταγωνιστές της, αντιμετωπίζει σοβαρές δυσκολίες, είτε στη προώθηση των προϊόντων και των υπηρεσιών της, είτε στην ανάληψη διεθνών έργων, είτε στη σύναψη διεθνών συνεργασιών», είπε ακόμα, σημειώνοντας ότι «μέσα σε ένα περιβάλλον ύφεσης, αστάθειας και γενικευμένης δυσπιστίας, είναι εξαιρετικά δύσκολο έως αδύνατον να αξιοποιηθούν οι δυνατότητες εναλλακτικών χρηματοδοτικών εργαλείων, που θα μπορούσαν να βοηθήσουν τόσο τις υφιστάμενες όσο και τις start – up επιχειρήσεις (όπως το factoring, τα κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών, οι θερμοκοιτίδες επιχειρηματικότητας κτλ)».
Ο κ. Μίχαλος τόνισε ακόμα ότι η ολοκλήρωση της διαδικασίας ανακεφαλαιοποίησης του τραπεζικού συστήματος, παρ’ όλο που είναι άκρως απαραίτητη, δεν είναι αρκετή για να επιστρέψει η ρευστότητα στην αγορά. Οι πόροι που διοχετεύονται προς τις τράπεζες προορίζονται – και αρκούν – για την αναπλήρωση των κεφαλαίων που έχουν χαθεί, κυρίως στο πλαίσιο της ανταλλαγής των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου. Δεν αρκούν όμως για να υποκαταστήσουν τα κεφάλαια που χάθηκαν στο πλαίσιο της εκροής καταθέσεων από το 2009, ούτε για να χρηματοδοτήσουν τις πρωτοβουλίες του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας.
Όπως επισήμανε, για να λυθεί το πρόβλημα απαιτείται η ταχύτερη επιστροφή των καταθέσεων στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα, αλλά και η άρση του αποκλεισμού τους από τις διεθνείς αγορές. Και τα δύο αυτά ζητούμενα, συνδέονται σε μεγάλο βαθμό με την πορεία της ελληνικής οικονομίας στους επόμενους μήνες, με τη διατήρηση κλίματος πολιτικής σταθερότητας και με την προώθηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Αναφέροντας ότι η διασφάλιση πόρων ύψους 18 δισ. ευρώ περίπου για τη χώρα μας, στο πλαίσιο της νέας προγραμματικής περιόδου, «είναι σίγουρα θετική εξέλιξη, δεδομένων και των περικοπών που υπέστη ο κοινοτικός προϋπολογισμός, επισήμανε, ταυτόχρονα, πως η αξιοποίηση και αυτών των πόρων θα καταστεί προβληματική, εάν δεν διευκολυνθεί η πρόσβαση στη χρηματοδότηση.
Για το λόγο αυτό, τόνισε ο κ. Μίχαλος, χρειάζεται να υπάρξουν άμεσες θετικές παρεμβάσεις, από πλευράς τόσο της ελληνικής κυβέρνησης όσο και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μεταξύ αυτών είναι:
– Η αύξηση της στήριξης που παρέχεται από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, πέρα από τα προγράμματα που υλοποιούνται τώρα.
– Η διάθεση επιπλέον πόρων από τα Διαρθρωτικά Ταμεία της Ε.Ε. για την ενίσχυση επιχειρηματικών σχεδίων στον τομέα της εξωστρέφειας και της συνεργασίας μεταξύ επιχειρήσεων.
– Η ενίσχυση του ρόλου του ΕΤΕΑΝ, με βάση τις τρέχουσες ανάγκες της αγοράς.
– Η αξιοποίηση της εξειδικευμένης εμπειρίας των Επιμελητηρίων, με στόχο την αποτελεσματικότερη αξιοποίηση των κοινοτικών κονδυλίων από τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ιδίως στην ελληνική Περιφέρεια.
– Η ενίσχυση της παρουσίας των επενδυτικών κεφαλαίων στην Ελλάδα, με αναβάθμιση του θεσμικού πλαισίου, παροχή φορολογικών κινήτρων, βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος.
– Η επιτάχυνση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, που θα δώσουν ώθηση στην ανάπτυξη της οικονομίας.
Ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ κατέληξε τονίζοντας ότι «θα πρέπει να γίνει κατανοητό, τόσο από τις κυβερνήσεις όσο και από τις τράπεζες ότι η ανάπτυξη ήταν και είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη χρηματοδότηση της επιχειρηματικότητας. Η παροχή οξυγόνου για την επιβίωση των επιχειρήσεων και την κινητοποίηση νέων επενδύσεων, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να ανακτήσει τη δυναμική της όχι μόνο η ελληνική, αλλά και η ευρωπαϊκή οικονομία. Για να δημιουργηθεί νέος πλούτος, για να στηριχθεί η απασχόληση, για να προστατευθεί η κοινωνική συνοχή».