Η παγκόσμια οικονομία αναμένεται φέτος να έχει ελαφρά καλύτερη επίδοση, χάρις κυρίως στην ανοδική πορεία της ανάπτυξης στη γεωγραφική ζώνη της Ασίας, η οποία θα κατορθώσει να αντισταθμίσει -με τρόπο σταδιακό- τη δυστοκία που διαπιστώνεται στο οικονομικό και πολιτικό πεδίο στη Δύση, προκύπτει από δημοσκόπηση που πραγματοποίησε και δημοσιεύει σήμερα το πρακτορείο ειδήσεων Reuters.
Πρόκειται για μια ιδιαίτερη σφυγμομέτρηση με δείγμα περισσότερους από 600 οικονομολόγους σε όλον τον πλανήτη.
Σύμφωνα με αυτήν η ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας προβλέπεται φέτος να βαδίσει με ρυθμό 3,3%, έναντι 3,1% πέρυσι. Το προβλεπόμενο αυτό ποσοστό (3,3%) είναι ελαφρά χαμηλότερο από τις αρχικές προβλέψεις προ τριμήνου.
Σε έναν μεγάλο βαθμό, οι φετινές προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας αποτελούν συνάρτηση του κατά πόσον οι αναδυόμενες οικονομίες -όπως η Κίνα και η Βραζιλία- κατορθώσουν να διατηρήσουν τελικώς τη δυναμική ανάπτυξη των οικονομιών τους, που οι ίδιοι οι οικονομολόγοι προέβλεπαν για το 2012.
Οι κύριες απειλές για τη σταθερότητα της παγκόσμιας οικονομίας επικρέμανται κυρίως στην Ευρώπη, αλλά και στις Ηνωμένες Πολιτείες, δύο περιοχές οι οποίες πλέον έχουν πολλά περισσότερα κοινά.
Τον Μάρτιο, οι πολιτικοί στην Ουάσινγκτον, θα κληθούν ξανά να συμφωνήσουν για την αποτροπή δημοσιονομικών περικοπών, οι οποίες ενδέχεται να έχουν ως αποτέλεσμα να ακινητοποιηθεί η πρώτη σε μέγεθος οικονομία του κόσμου και μαζί της η παγκόσμια μηχανή ανάπτυξης.
Επιπλέον, η διαρκούσα ύφεση στην ευρωπαϊκή οικονομία θα εξακολουθήσει να έχει αρνητικές επιπτώσεις στις οικονομίες των κύριων εμπορικών εταίρων της για όσο διάστημα διαρκεί η κρίση κρατικών χρεών στην ευρωζώνη, αναφέρει η ίδια δημοσκόπηση.
«Η προσδοκία μας είναι ότι φέτος, σε παγκόσμια κλίμακα, η διεθνής οικονομία θα πορευθεί ελαφρά καλύτερα συγκριτικά με το 2012 , αλλά όχι και πάρα πολύ», σημειώνει ο Αντριου Μπρίτζντεν, ο επικεφαλής οικονομολόγος του οίκου του Λονδίνου Fathom Financial Consulting.
Συντρέχουν, πάντως, κάποιοι λόγοι για αισιοδοξία.
«Ο ρυθμός ανάπτυξης της αμερικανικής οικονομίας θα επιβραδυνθεί μεν, αλλά είναι βέβαιο ότι θα αποτραπεί η ύφεσή της, όπως ελπίζουμε. Την ίδια ώρα οι περισσότερες από τις άλλες οικονομίες του πλανήτη θα βελτιωθούν ελαφρά φέτος», σημείωσε επίσης ο ίδιος.
Ταυτοχρόνως, οι αναλυτές αναπροσαρμόζουν προς τα πάνω τις προβλέψεις τους για τις φετινές επιδόσεις της ιαπωνικής οικονομίας, που είναι η τρίτη σε μέγεθος παγκοσμίως, καθώς οι ιθύνοντες στο Τόκιο γνωστοποιούν νέα αναπτυξιακού χαρακτήρα κίνητρα–μολονότι θεωρείται πως δεν θα αποδειχθούν επαρκή για να προσδώσουν νέα πνοή στο σύνολο της παγκόσμιας οικονομίας.
Διαγράφονται παράλληλα ενδείξεις ότι η κινεζική οικονομία έχει ήδη διέλθει το κατώτατο σημείο της επιβράδυνσης του ρυθμού ανάπτυξής της, ενώ αναμένεται, φέτος, να καρποφορήσουν οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις που έχει δρομολογήσει η ινδική κυβέρνηση.
Παράλληλα, τους τελευταίους μήνες έχουν σημειωθεί σημαντικά κέρδη στα μεγάλα διεθνή χρηματιστήρια, με παράλληλη υποχώρηση της έντονης μεταβλητότητας των αγορών, παρ’ ότι τα θεμελιώδη μεγέθη της παγκόσμιας οικονομίας έχουν αλλάξει λίγο.
Τουλάχιστον, οι μεγαλύτεροι κίνδυνοι για την παγκόσμια οικονομία φαίνονται πλέον να έχουν υποχωρήσει–χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι έχουν εξαλειφθεί πλήρως.
«Αν ανατρέξουμε στην κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας προ 12μήνου, τότε ο μεγαλύτερος κίνδυνος ήταν η διάσπαση της ευρωζώνης, ένας κίνδυνος τον οποίο σταθμίζαμε λίγο ή πολύ με πιθανότητες 50%-50%», δηλώνει επίσης ο Αντριου Μπρίτζντεν. «Τώρα αυτός ο κίνδυνος υφίσταται ακόμα, αλλά σε πολύ μικρότερη διάσταση, θα έλεγα σε πιθανότητα 15%».
Έστω κι έτσι, η τρωθείσα οικονομία της ευρωζώνης αναμένεται να συρρικνωθεί και φέτος, θέτοντας σε σοβαρή δοκιμασία τον στόχο της ΕΚΤ για βελτίωση της κατάστασης στην ευρωζώνη, προκύπτει από τη δημοσκόπηση.
Η οικονομική αποδυνάμωση αναμένεται επίσης να κοστίσει στη Βρετανία την κορυφαία αξιολόγηση του μακροπρόθεσμου αξιόχρεού της, για πρώτη φορά από το 1978.
Οι διαβουλεύσεις για τον κρατικό προϋπολογισμό στις Ηνωμένες Πολιτείες, με τις δυνητικές επιπτώσεις για την αμερικανική οικονομία, αναμένεται να αποτελέσουν την κύρια πηγή προβληματισμού για τις διεθνείς χρηματαγορές.
Η πλειοψηφία των οικονομολόγων της δημοσκόπησης του Reuters συμφωνεί ότι οι μείζονες αποφάσεις για προσλήψεις και δαπάνες στον επιχειρηματικό τομέα «θα τελούν εν αναστολή», έως ότου ολοκληρωθούν οι διαμάχες Ρεπουμπλικάνων και Δημοκρατικών για τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό.
Αυτό όμως θα προκαλέσει επιβράδυνση στην αμερικανική οικονομία που αναμένεται από τους οικονομολόγους της δημοσκόπησης να αναπτυχθεί φέτος με ρυθμό πέριξ του 2%.
Την ώρα που η παγκόσμια οικονομία εξαρτάται περισσότερο παρά ποτέ, σήμερα, από την ανάπτυξη της κινεζικής οικονομίας, η πλειοψηφία των ειδικών αισιοδοξεί ότι ο φετινός ρυθμός ανάπτυξης της κινεζικής οικονομίας θα κατορθώσει να είναι ανώτερος φέτος από αυτόν του 2012, έτους από τα λιγότερο αποδοτικά όσον αφορά τις επιδόσεις της οικονομίας. Φέτος προσδοκάται πως η ανάπτυξη της κινεζικής οικονομίας θα μπορέσει να φθάσει το 8,1%, έναντι του περσινού 7,8%, που αποτελεί τον μικρότερο ρυθμό ανάπτυξης στα τελευταία 13 χρόνια.
Παρομοίως, η αναδυόμενη ινδική οικονομία πως θα αναλάβει δυνάμεις μετά την καχεξία του 2012
«Η ενίσχυση της οικονομικής ώθησης στα τέλη του τρέχοντος οικονομικού έτους είναι πλέον ορατή ιδίως στην (αναδυόμενη οικονομικά) Ασία», σχολιάζει ο επικεφαλής οικονομολόγος της JP Morgan Μπρους Κάσμαν στην ανάλυσή του.
Τις προοπτικές των ασιατικών οικονομιών για το φετινό έτος, επισκιάζουν οι επιδόσεις τριών οικονομιών της περιοχής, αυτών της Σιγκαπούρης, της Νότιας Κορέας, αλλά και της οικονομικής ζώνης του Χονγκ Κονγκ, συμφωνούν οι οικονομολόγοι της δημοσκόπησης του Ρόιτερς.
Σε όρους νομισματικής πολιτικής, οι ίδιοι διαβλέπουν φέτος μια μικρή πιθανότητα να υπάρξουν μείζονος σημασίας μεταβολές, ιδιαίτερα στο επίπεδο των προηγμένων οικονομιών.
«Το έδαφος προλειαίνεται για μία βελτίωση των όρων της επιχειρηματικής δραστηριότητας στους ερχόμενους μήνες, όμως με εξαίρεση την Ιαπωνία η νομισματική πολιτική δεν πρόκειται να διαφοροποιηθεί σημαντικά και η ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας θα γίνει μάλλον με τρόπο σταδιακό», συνόψισε ο Σάιμον Χέϊς, επικεφαλής οικονομολόγος της Barclays.