Η ΕΕ είναι κοντά σε ένα συμβιβασμό σχετικά με το ποιες τράπεζες θα εποπτεύονται από την επιδιωκόμενη νέα ενιαία ευρωπαϊκή εποπτική αρχή, ενόψει του σημερινού συμβουλίου Ecofin και της αυριανής συνόδου κορυφής στις Βρυξέλλες, σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας Wall Street Journal.

Πρόκειται για ένα συμβιβασμό μεταξύ των διαφορετικών απόψεων, της Γερμανίας -που επιθυμεί η ενιαία εποπτική αρχή να επιβλέπει μόνο τις μεγάλες τράπεζες- και της Γαλλίας και της Ισπανίας που θέλουν η ενιαία αρχή να ασκεί έλεγχο στο σύνολο των 6.000 ευρωπαϊκών τραπεζών. Ωστόσο, παραμένει ένα βασικό εμπόδιο, που είναι η αρμοδιότητα της ΕΚΤ να ανατρέπει αποφάσεις του νέου εποπτικού οργάνου, σύμφωνα με δηλώσεις προσώπων που γνωρίζουν το θέμα.

Όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ, σύμφωνα με το σχέδιο κειμένου που διέρρευσε, υπό την εποπτεία της ενιαίας αρχής θα τεθούν οι ευρωπαϊκές τράπεζες με ενεργητικό μεγαλύτερο του 20% του ΑΕΠ της χώρας στην οποία εδρεύουν ή με θυγατρικές σε τουλάχιστον τρεις χώρες της ΕΕ.

Υπό την εποπτεία της θα μπορούν να τίθενται αυτόματα και οι τράπεζες που έχουν ενεργητικό μεγαλύτερο από 30 δισ. ευρώ.

Σύμφωνα με τις τελευταίες προτάσεις, η ενιαία αρχή -η οποία προβλέπεται με βάση το σχέδιο του Σεπτεμβρίου να λειτουργήσει ως οργανισμός στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ)- θα αναλάβει τον εποπτικό της ρόλο την 1η Ιανουαρίου 2014, αλλά μπορεί να υπάρξει καθυστέρηση αρκετών μηνών, αν η κεντρική τράπεζα θεωρήσει ότι δεν είναι έτοιμη για τα καθήκοντα αυτά.

Οι ηγέτες της ΕΕ έχουν θέσει προθεσμία έως την 1η Ιανουαρίου 2013 για να καταλήξουν σε μία απόφαση, αλλά υπάρχει κίνδυνος να μην επιτευχθεί αυτός ο στόχος, καθώς κάποιες χώρες φοβούνται ότι θα χάσουν τον έλεγχο των εθνικών τραπεζικών συστημάτων τους.

Ο υπουργός Οικονομικών της Σουηδίας κ. Άντερς Μποργκ δήλωσε χθες ότι είναι απίθανο η Σουηδία, που δεν είναι μέλος της Ευρωζώνης, να ενταχθεί τώρα στην τραπεζική ένωση με την παρούσα μορφή της, επειδή η χώρα θα «κυριαρχείτο» από τις χώρες της ευρωζώνης.

Σημειώνεται ότι η Βρετανία έχει επίσης δηλώσει ότι δεν θα συμμετάσχει στην τραπεζική ένωση. Οι 17 χώρες της Ευρωζώνης είναι υποχρεωμένες να ενταχθούν στο νέο καθεστώς τραπεζικής εποπτείας.

Μετά από μαραθώνιες διαπραγματεύσεις των Ευρωπαίων αξιωματούχων, που ξεκίνησαν τη Δευτέρα και συνεχίσθηκαν μέχρι την Τρίτη, φαινόταν εφικτός ένας συμβιβασμός όσον αφορά τις βρετανικές ανησυχίες ότι οι χώρες που θα είναι εκτός της ενιαίας εποπτικής αρχής θα απομονωθούν στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής (European Banking Authority, EBA) -η οποία είναι ένας οργανισμός που μεσολαβεί μεταξύ των εθνικών εποπτικών αρχών σχετικά με τους τεχνικούς κανόνες της εποπτείας. Σύμφωνα με αξιωματούχους, πιθανότατα θα δοθεί δικαίωμα βέτο σε αλλαγές των εποπτικών κανόνων σε ένα μπλοκ χωρών που δεν συμμετέχουν στο ενιαίο εποπτικό καθεστώς.

Παραμένει, όμως, το θέμα ότι το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ -όπου μπορούν να ψηφίζουν μόνο οι χώρες της Ευρωζώνης- έχει τη δυνατότητα να ανατρέπει αποφάσεις της ενιαίας εποπτικής αρχής που είναι ανοικτή σε όλες τις χώρες της ΕΕ.

Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε έχει ζητήσει επανειλημμένα να υπάρχει ένα «σινικό τείχος» μεταξύ της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ και της πολιτικής της για την τραπεζική εποπτεία.

Το σχέδιο του κειμένου, ωστόσο, που κυκλοφόρησε αργά το βράδυ της Τρίτης δεν δείχνει σημαντικές αλλαγές όσον αφορά τις εξουσίες του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ επί της εποπτικής αρχής.

Για να ξεπερασθούν οι ανησυχίες των χωρών της ΕΕ που δεν μετέχουν στο ευρώ ότι πολύ εύκολα θα υποστούν την κυριαρχία της Ευρωζώνης, αν ενταχθούν στην ενιαία αρχή, το σχέδιο προβλέπει ότι το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ θα καλεί τις εκτός ευρώ χώρες να συμμετέχουν στις συζητήσεις του, εφόσον υπάρξει διαφωνία.

Αν το πλαίσιο δεν ολοκληρωθεί από τους υπουργούς Οικονομικών της Ευρωζώνης την Τετάρτη, τα εκκρεμή θέματα μπορεί να περάσουν στους ηγέτες της ΕΕ που θα ξεκινήσουν αύριο τη διήμερη σύνοδό τους, δήλωσε ο κ. Ανδρέας Μαυρογιάννης, αναπληρωτής υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της Κύπρου που έχει την προεδρία της ΕΕ. Ο κ. Μαυρογιάννης παραδέχθηκε ότι οι διαπραγματεύσεις μπορεί να επεκταθούν πέραν της εβδομάδας. «Είναι ζήτημα ημερών ή εβδομάδων να ολοκληρωθεί το έργο για τον επόπτη, ακόμη και αν δεν γίνει αυτό τώρα», δήλωσε ο υπουργός.