Την ώρα, που η αγορά έχει στεγνώσει από ρευστό και οι επιχειρήσεις περιμένουν ως μάννα εξ ουρανού την εξόφληση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου προς αυτές – η οποία θα έρθει με το σταγονόμετρο -, έρχεται ακόμα μία φορολογική επιβάρυνση για να επιδεινώσει περαιτέρω το κλίμα στο ελληνικό επιχειρείν.
Στο φορολογικό νομοσχέδιο – που έχει ήδη προκαλέσει ουκ ολίγες αντιδράσεις, ακόμα και εντός κυβέρνησης -, προβλέπεται – μεταξύ άλλων – η κατακόρυφη αύξηση της φορολόγησης της μεταβίβασης μετοχών εταιριών, που δεν είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο.
Συγκεκριμένα, ο συντελεστής επί της υπεραξίας, που αποκτούν τα φυσικά πρόσωπα από την πώληση μετοχών μη εισηγμένων, θα τετραπλασιαστεί (!): από το 5% σήμερα, στο 20% !!!
Με αυτό τον τρόπο, εξομοιώνεται ο φόρος υπεραξίας στην πώληση μετοχών εισηγμένων και μη εισηγμένων. Εδώ, όμως, πρέπει να ληφθεί υπόψη μια σημαντική διαφορά : ότι οι μέτοχοι μη εισηγμένων επιχειρήσεων δεν πωλούν τις μετοχές τους – ή μέρος αυτών – για να αποκομίσουν κέρδη, αλλά – τις περισσότερες φορές – για να εξασφαλίσουν χρηματοδότηση για τις αυξήσεις κεφαλαίου της εταιρίας τους.
Είναι, λοιπόν, πέρα από προφανές ότι, σε μια περίοδο όπου ο τραπεζικός δανεισμός απουσιάζει πλήρως, η ανάγκη για πώληση μετοχών γίνεται ακόμα πιο επιτακτική.
Εάν ισχύσει τελικά ο τετραπλασιασμός του συντελεστή, τότε η στρόφιγγα χρηματοδότησης των εταιριών θα κλείσει οριστικά, καθώς θα δυσκολέψει η είσοδος νέων επενδυτών. Τι σημαίνει αυτό πρακτικά ;
Κατακόρυφη αύξηση των λουκέτων στην αγορά, αφού πολλές επιχειρήσεις δεν θα μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες χρηματοδότησής τους.
Το μέτρο αυτό έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις από φορείς και επαγγελματίες της αγοράς.
Ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ και της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος, Κωνσταντίνος Μίχαλος, υποστηρίζει ότι «η οποιαδήποτε σκέψη για αύξηση του φόρου στις μη εισηγμένες σκοτώνει την επιχειρηματική δραστηριότητα».
Η Ομοσπονδία Επαγγελματιών και Εμπόρων Θεσσαλονίκης απέστειλε επιστολή στο Γιάννη Στουρνάρα και στο Γιώργο Μαυραγάνη, στην οποία δηλώνει την αντίθεσή της σε τέτοιου είδους μέτρα, «γιατί εάν πράγματι επιβληθούν νέες φορολογικές επιβαρύνσεις στις επιχειρήσεις, τότε είναι απολύτως βέβαιο ότι η πολιτική της Κυβέρνησης θα οδηγήσει σε πλήρη απαξίωση και καταστροφή έναν από τους σπουδαιότερους κλάδους της εθνικής οικονομίας, που είναι γνωστές οι παρεμβάσεις του στην απασχόληση χιλιάδων εργαζομένων, καθώς και η σημαντική προσφορά του στην διαμόρφωση των εσόδων του προϋπολογισμού».
Ο πρώην πρόεδρος και νυν μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Συνδέσμου των χρηματιστών, Αλέξανδρος Μωραϊτάκης, κάνει λόγο για «ανόητη διάταξη, ενάντια στη διευκόλυνση της επιχειρηματικότητας. Αποδεικνύεται ότι η επιθυμία ανάπτυξης δεν είναι αρκετή, όταν οι ασχολούμενοι με τη νομοθέτηση δεν γνωρίζουν τις λεπτομέρειες της πράξης. Επίσης, και ο φόρος υπεραξίας 20% επί χρηματιστηριακών συναλλαγών δεν μπορεί να εφαρμοστεί. Είναι ο ίδιος φόρος, που κάθε φορά παρατείνεται επί ένα χρόνο και ούτω καθεξής. Αν ποτέ εφαρμοστεί, θα οδηγήσει στον ενταφιασμό της χρηματιστηριακής αγοράς. Και οι δύο φόροι είναι εξωφρενικοί και δεν μπορούν να εφαρμοστούν στην πράξη».
Ο φορολογικός σύμβουλος, Βαγγέλης Αμπελιώτης, επισημαίνει ότι η κατακόρυφη αύξηση της φορολογίας στις μη εισηγμένες «επιβαρύνει σημαντικά τους μετόχους και σε κάθε περίπτωση δεν είναι μέτρο που οδηγεί στην ανάπτυξη, γιατί κατ΄ αυτό τον τρόπο δυσχεραίνεται η μεταβίβαση μετοχών και η εξαγορά επιχειρήσεων”. Προσθέτει, μάλιστα, ότι το συγκεκριμένο μέτρο αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα ακόμα και για τη σύσταση εταιρίας, καθώς “δυσχεραίνει τη μετέπειτα πώληση, αν υποθέσουμε ότι κάποιος συστήνει μια εταιρία για να την πουλήσει στο μέλλον με υψηλότερη τιμή».