Η Κίνα ανακοίνωσε σήμερα την απόφασή της να επιβάλει πρόσθετους δασμούς σε 5.207 αμερικανικά εισαγόμενα προϊόντα αξίας 60 δισ. δολαρίων.
Τα ποσοστά των δασμών στα προϊόντα αυτά ανέρχονται σε 25%, 20%, 10% και 5%, σύμφωνα με την Επιτροπή Τελωνειακών Δασμών του Κρατικού Συμβουλίου, όπως μεταδίδει το Xinhua και αναμεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
«Η Κίνα αναγκάστηκε να λάβει αντίμετρα» ως απάντηση στο αμερικανικό σχέδιο να αυξήσει τους δασμούς που πρόκειται να επιβληθούν σε κινεζικά προϊόντα από 10% σε 25%, ανέφερε η επιτροπή σε ανακοίνωση. «Εάν οι ΗΠΑ ενεργήσουν πεισματικά και θέσουν σε εφαρμογή τους πρόσθετους δασμούς, η Κίνα θα εφαρμόσει άμεσα τέτοιου είδους μέτρα».
«Οι ΗΠΑ παραβίασαν τις συμφωνίες που επιτεύχθηκαν από πολλές διμερείς διαπραγματεύσεις και μια φορά ακόμη κλιμάκωσαν μονομερώς τις εντάσεις στο εμπόριο», ανέφερε η επιτροπή, σημειώνοντας ότι η κίνηση παραβιάζει σοβαρά τους κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, πλήττει την παγκόσμια βιομηχανική αλυσίδα και τον μηχανισμό του ελεύθερου εμπορίου, ζημιώνει ουσιαστικά τα συμφέροντα της Κίνας και του κινεζικού λαού και θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη, περιλαμβανομένης και της ανάπτυξης των ΗΠΑ.
Η Κίνα έχει λάβει τα αντίμετρα για να προστατεύσει τα νόμιμα δικαιώματα και συμφέροντά της και για να περιορίσει την κλιμάκωση των εντάσεων στο εμπόριο. Στο μεταξύ, τα μέτρα αναμένεται να αμβλύνουν τον αντίκτυπο στην εγχώρια παραγωγή και την καθημερινότητα των πολιτών, ανέφερε η ανακοίνωση.
Αφού εφαρμοστούν τα αντίμετρα, οι αρχές θα αξιολογήσουν τις επιπτώσεις μαζί με όλους τους κοινωνικούς φορείς και θα προσπαθήσουν να ελαχιστοποιήσουν τον αντίκτυπο στην παραγωγή και την καθημερινότητα των πολιτών, σύμφωνα με την ανακοίνωση.
«Η Κίνα δεσμεύεται ότι θα συνεχίσει να προωθεί ανεπιφύλακτα τις μεταρρυθμίσεις και το άνοιγμα της οικονομίας, βάσει των καθιερωμένων συμφωνιών, θα στηρίξει σθεναρά την οικονομική παγκοσμιοποίηση και τους πολυμερείς εμπορικούς μηχανισμούς για να πετύχει την κοινή ανάπτυξη και να μοιραστεί την ευημερία με όλες τις χώρες που επιδιώκουν την πρόοδο», ανέφερε η επιτροπή.