Με την ώθηση που δίνει η χθεσινοβραδινή αναβάθμιση – έκπληξη της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδος κατά δύο βαθμίδες σε «Β3» από «Caa2» από τον οίκο Moody’s, η κυβέρνηση μπαίνει στην τέταρτη και τελευταία αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος πριν ακόμη κλείσει και τυπικά η τρίτη αξιολόγηση και χωρίς να έχει κλειδώσει η εκταμίευση της δόσης των 5,7 δισ. ευρώ.
Από χθες το βράδυ τα τεχνικά κλιμάκια των δανειστών άρχισαν να καταφθάνουν στην Αθήνα και πιάνουν από σήμερα δουλειά. Αναλαμβάνουν τα προετοιμάσουν το πρώτο γύρο διαβουλεύσεων ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και τους επικεφαλής των δανειστών.
Η πρώτη συνάντηση του Ευκλείδη Τσακαλώτου και των υπόλοιπων μελών της ελληνικής διαπραγματευτικής ομάδας με το κουαρτέτο είναι προγραμματισμένη για τη Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου. Με τους δανειστές στην Αθήνα, η κυβέρνηση θα επιχειρήσει καταρχήν να αποδείξει ότι το σύστημα των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών λειτουργεί βάσει των όσων έχουν συμφωνηθεί με τους θεσμούς.
Με ικανοποιητική επίδοση στο θέμα των πλειστηριασμών θα ξεκλειδώσει η δόση των 5,7 δισ. ευρώ, η οποία αναμένεται να εκταμιευτεί μετά το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Μαρτίου δεδομένου ότι μετά το Eurogroup της 12ης Μαρτίου θα πρέπει να ανάψει το πράσινο φως και από τα τοπικά κοινοβούλια (μεταξύ των οποίων και το γερμανικό) πριν φτάσει η υπόθεση στο διοικητικό συμβούλιο του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης.
Η κυβέρνηση έχει μπροστά της σχεδόν τέσσερις μήνες σκληρών διαπραγματεύσεων με τους δανειστές για να κλείσει όλα τα ανοιχτά θέματα και να πετύχει συνολική συμφωνία. Μέχρι το Eurogroup της 21ης Ιουνίου στο Λουξεμβούργο θα πρέπει να έχουν κλειδώσει όλα: να έχει ολοκληρωθεί η τέταρτη αξιολόγηση, να έχει διαμορφωθεί το μεταμνημονιακό πλαίσιο δεσμεύσεων και εποπτείας και να έχει καθοριστεί ο οδικός χάρτης για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους.
Οι διαβουλεύσεις για τους όρους του μεταμνημονιακού σχεδίου που θα έχει ορίζοντα τετραετίας και το χρέος εντείνονται σε Βρυξέλλες και Ουάσιγκτον. Καθοριστικό ρόλο θα παίξει το κλίμα που θα διαμορφωθεί στις ήδη ασταθείς αγορές, ενώ την τελευταία λέξη αναμένεται να πει η νέα γερμανική κυβέρνηση.
Η κυβέρνηση επιδιώκει αυτοδύναμη έξοδο μετά την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος και ο Ευκλείδης Τσακαλώτος έχει δηλώσει ότι η Αθήνα δεν επιθυμεί προληπτική γραμμή στήριξης. Ωστόσο η χθεσινή τοποθέτηση του Μάριο Σεντένο, προέδρου του Eurogroup, στο Ευρωκοινοβούλιο, λίγες ώρες μετά την παρέμβαση Ντράγκι στο Eurogroup για την άνοδο των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων μετά την έκδοση του επταετούς τίτλου, ήρθε να δείξει ότι το θέμα ενδεχομένως να είναι ανοιχτό.
Με την προκαταβολική επισήμανση ότι είναι μια απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης τι θα ακολουθήσει μετά τη λήξη του τρίτου προγράμματος, ο Σεντένο είπε ότι σε αυτή τη διαδικασία «θα πρέπει να εξεταστούν όλα τα εργαλεία και όλοι οι μηχανισμοί που υπάρχουν και αν είναι δυνατό, να χρησιμοποιηθούν».
Το μαξιλάρι ασφαλείας, κατά τις νεότερες εκτιμήσεις του ESM όπως αποτυπώθηκαν στην επικαιροποίηση του compliance report θα διαμορφωθεί στο τέλος του προγράμματος στα 16,4 δισ. ευρώ, έναντι προηγούμενης εκτίμησης για 10,2 δισ. ευρώ. Στο ποσό των 10,2 δισ. ευρώ ο ESM είχε συμπεριλάβει μηδενικές αντλήσεις κεφαλαίων από τις αγορές. Ήδη όμως με το επταετές αντλήθηκαν 3 δισ. ευρώ.
Το buffer κατά τις εκτιμήσεις αρμοδίων ελληνικών πηγών θα κυμανθεί στα επίπεδα των 19 δισ. ευρώ στο τέλος του προγράμματος. Το θέμα είναι αν αυτό είναι αρκετό για να διασφαλίσει ομαλές εξελίξεις μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος.
Πάντως η παρέμβαση Ντράγκι στο τελευταίο Eurogroup αναφορικά με την άνοδο των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων μετά την τελευταία έξοδο ( πάνω από 4% το επταετές, πάνω από 4,4% το δεκαετές με ανοδική πορεία τις τελευταίες ημέρες) προκαλεί προβληματισμό με το τοπίο της επόμενης ημέρας, παραμένει θολό. Ξεκάθαρο είναι όμως ότι για να υπάρξει προληπτική γραμμή θα πρέπει να τη ζητήσει η κυβέρνηση.