«Το νομοσχέδιο με το νέο σύστημα αναπτυξιακών κινήτρων αποτελεί αναμφισβήτητα μία θετική – αν και αρκετά καθυστερημένη – κυβερνητική πρωτοβουλία. Η ανάληψη νέων επιχειρηματικών κινδύνων ιδιαίτερα σε εποχές μεγάλων αβεβαιοτήτων είναι μια σύνθετη διαδικασία που προϋποθέτει και την άρση των διάσπαρτων αντικινήτρων και κυρίως μια γενικότερη αναπτυξιακή φιλοσοφία που δυστυχώς δεν συμβαδίζει με την πολιτική των δανειστών μας. Η βαριά φορολογία, η αδυναμία πρόσβασης στην τραπεζική αγορά, η δομή των επιχειρήσεών μας, αποτελούν ανυπέρβλητα εμπόδια για την αποτελεσματικότητα του νέου αναπτυξιακού νόμου».
Αυτό σημείωσε ο πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθήνας κ. Κ. Μίχαλος με αφορμή τη δημοσιοποίηση των θέσεων και των παρατηρήσεων του ΕΒΕΑ για το νέο Αναπτυξιακό νόμο.
Αναλυτικά οι παρατηρήσεις και θέσεις του ΕΒΕΑ για τον Αναπτυξιακό νόμο είναι οι εξής:
Σε μια περίοδο που η οικονομία μας γνωρίζει την πιο βαθιά ύφεση των τελευταίων χρόνων, οι μαζικές παραγωγικές επενδύσεις αποτελούν τη μόνη λύση για την έξοδο από την κρίση.
Το νομοσχέδιο με το νέο σύστημα αναπτυξιακών κινήτρων αποτελεί, αναμφισβήτητα, μια θετική – παρόλον αρκετά καθυστερημένη – κυβερνητική πρωτοβουλία που μπορεί να συμβάλλει υπό όρους στην αύξηση της παραγωγής, τη βελτίωση της παραγωγικότητας, τη διεύρυνση της απασχόλησης και των εξαγωγών.
Η ανάληψη, όμως, νέων επιχειρηματικών κινδύνων, ιδιαίτερα σε εποχές μεγάλων αβεβαιοτήτων, είναι μια σύνθετη διαδικασία, η οποία, πέραν των επενδυτικών κινήτρων, προϋποθέτει, άρση των διάσπαρτων αντικινήτρων και κυρίως, μια γενικότερη αναπτυξιακή φιλοσοφία, από την οποία, δυστυχώς, δε φαίνεται να εμφορείται η πολιτική που οριοθετεί το μνημόνιο.
Ι. Επιγραμματικά, ορισμένα στοιχεία της πολιτικής που ακολουθείται σήμερα, τα οποία αποθαρρύνουν τις νέες επενδύσεις, είναι:
α. Οι διαδοχικές έκτακτες φορολογικές αφαιμάξεις των δυναμικότερων επιχειρήσεων και η κατακόρυφη αύξηση του φόρου επί των διανεμομένων κερδών αποτελούν, ουσιαστικά, τιμωρία της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και επηρεάζουν αρνητικά τους επενδυτές, πέραν του ότι στερούν από τις επιχειρήσεις τους αναγκαίους για νέες επενδυτικές πρωτοβουλίες πόρους.
β. Η συχνή μεταβολή του φορολογικού μας συστήματος και οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές, σε μια εποχή όπου ο φορολογικός ανταγωνισμός ακόμη και στους κόλπους της Ε.Ε. εντείνεται, δεν εξασφαλίζουν τη σταθερότητα του περιβάλλοντος που τόσο αναζητούν Έλληνες και ξένοι επενδυτές, οι οποίοι ενδιαφέρονται για μεσο-μακροπρόθεσμες αποδόσεις.
γ. Το τραπεζικό μας σύστημα, αποκλεισμένο ακόμη από τις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων, δεν προσφέρεται, σήμερα, για συμπαραστάτης της ιδιωτικής επιχείρησης στην προώθηση νέων επενδυτικών σχεδίων, η δε κεφαλαιαγορά θα αργήσει πολύ ακόμη για να υποκαταστήσει τις τράπεζες στη διαδικασία άντλησης επενδυτικών κεφαλαίων. Εάν οι τράπεζες δε συνειδητοποιήσουν ότι αποτελούν εργαλεία ανάπτυξης και όχι κερδοσκοπίας, κανένας επενδυτικός νόμος δε θα μπορεί να λειτουργήσει.
δ. Τα σημερινά οξύτατα δημοσιονομικά προβλήματα δημιουργούν εύλογες αμφιβολίες για τη δυνατότητα του κράτους να διαθέσει, έγκαιρα, το σύνολο των εγκρινόμενων, για την ενίσχυση ιδιωτικών επενδύσεων, ποσών.
ε. Πέραν, τέλος, των διάφορων κινήτρων, οι επενδυτές αποδίδουν μεγάλη σημασία στη σχετική γραφειοκρατία που απορροφά σημαντικό χρόνο και χρήμα. Στον τομέα αυτό, όμως, μέχρι σήμερα, μικρά και πάντως ανεπαρκή βήματα έχουν γίνει.
Το Εμπορικό Μητρώο ακόμη δεν άρχισε να λειτουργεί, η εμπλοκή, δε, συμβολαιογράφων και Κ.Ε.Π. στις σχετικές διαδικασίες φαίνεται ότι περιπλέκει το πρόβλημα, ο νόμος για την απλοποίηση διαδικασιών ίδρυσης επιχειρήσεων δεν έχει ακόμη ψηφισθεί, ο χωροταξικός προσδιορισμός των χρήσεων γης έχει αναβληθεί και τα θέματα που σχετίζονται με μια σειρά αδειοδοτήσεων αναγκαίων για τη λειτουργία μιας επιχείρησης δεν έχουν ακόμη αρχίσει να συζητούνται.
ΙΙ. Πέραν των γενικών αυτών παρατηρήσεων υπάρχουν και ειδικότερες επισημάνσεις:
Βασική αδυναμία του παραγωγικού μας μηχανισμού, η οποία φέρει σημαντικές ευθύνες για τη μειωμένη ανταγωνιστικότητα της παραγωγής μας είναι οι αναποτελεσματικές επιχειρηματικές δομές (υπερβολικά μεγάλος αριθμός μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων).
Την αδυναμία αυτή θα έπρεπε να αντιμετωπίζει, κατά κύριο λόγο, ο νέος επενδυτικός νόμος, θέτοντας ως στόχο το διπλασιασμό του μέσου μεγέθους της ελληνικής επιχείρησης την επόμενη τριετία, ώστε να προσεγγίσει το μέσο μέγεθος των επιχειρήσεων της Ενωμένης Ευρώπης.
Με τον τρόπο αυτόν, χάρη στις οικονομίες κλίμακος που θα επιτυγχάνονταν και στις συνέργιες που θα προκαλούνταν, θα βελτιωνόταν η ανταγωνιστικότητα της παραγωγής μας σε διεθνές επίπεδο και θα εξασθενούσαν οι πληθωριστικές πιέσεις.
Τα ποσοστά ενίσχυσης, όμως, που προβλέπει το νομοσχέδιο (πολύ μικρά για τις μεγάλες επιχειρήσεις, μεγαλύτερα για τις μεσαίες και πολύ μεγαλύτερα για τις μικρές και πολύ μικρές) διαιωνίζουν τις σημερινές αναποτελεσματικές δομές αντί να τις ανατρέπουν και ευνοούν τη συνέχιση της εσωστρέφειας, που σε εποχές παγκοσμιοποίησης είναι καταστροφική.
Η «πράσινη επιχειρηματικότητα» αποτελεί ένα από τα τρία κριτήρια, με βάση τα οποία αξιολογείται το αναπτυξιακό αποτέλεσμα του επενδυτικού σχεδίου (άρθρον 3., β, ii) για την υπαγωγή στο καθεστώς των ενισχύσεων με συντελεστή μάλιστα 30% επί του συνόλου της βαθμολογίας.
Ο όρος «πράσινη επιχειρηματικότητα» είναι σήμερα της «μόδας», το ακριβές όμως περιεχόμενό του δεν έχει ακόμη επίσημα αναλυθεί.
Πιστεύουμε ότι το κριτήριο αυτό θα πρέπει να διαγραφεί πλήρως, γιατί ενδέχεται να προκαλέσει σύγχυση και στρεβλώσεις.
Η προστασία του περιβάλλοντος και η εξοικονόμηση ενέργειας (Δείκτης 1) είναι στοιχεία που θα πρέπει να ενσωματώνονται σε κάθε νέο επενδυτικό σχέδιο και κάθε υπεύθυνος επενδυτής που ενδιαφέρεται για τη βιωσιμότητα της επενδυτικής του πρότασης θα τα έχει ασφαλώς λάβει υπόψη του.
Η αυτόνομη, κατά συνέπεια, βαθμολόγηση των κριτηρίων αυτών δημιουργεί επικαλύψεις και δεν προσφέρει τίποτε στη γενικότερη αξιολόγηση της επένδυσης.
Η συμβολή, εξάλλου, της επένδυσης στην παραγωγή περιβαλλοντικά φιλικών προϊόντων και υπηρεσιών (Δείκτης 2) δεν μπορεί να αποτελέσει κριτήριο αξιολόγησης κάθε επενδυτικής πρότασης, αφού απλά, υποδηλώνει το αντικείμενο της παραγωγικής διαδικασίας μιας συγκεκριμένης επένδυσης, η οποία, αυτή καθαυτή, θα πρέπει ασφαλώς να ενισχύεται.
Σύμφωνα με το νομοσχέδιο (άρθρον 9 παρ. 3) οι αιτήσεις υπαγωγής στα σχετικά κίνητρα υποβάλλονται δύο φορές το χρόνο και συγκεκριμένα τον Ιανουάριο και τον Ιούλιο, κάθε χρόνου.
Αναμφισβήτητα, με τον τρόπο αυτό, διευκολύνεται ο προγραμματισμός των αρμόδιων αρχών, ενδέχεται όμως, να παρατηρηθούν καθυστερήσεις στην υλοποίηση ώριμων επενδυτικών προτάσεων.
Σκόπιμο, για το λόγο αυτό θα ήταν, οι σχετικές αιτήσεις να μπορούν να υποβάλλονται 3 φορές – αντί δύο – το χρόνο (Ιανουάριο – Μάιο και Σεπτέμβριο, κάθε χρόνου).
Ένα μέρος των χορηγούμενων στις επιχειρήσεις που έχουν υπαχθεί στον αναπτυξιακό νόμο ενισχύσεις (άρθρον 7) καταβάλλονται μετά από πιστοποίηση της ολοκλήρωσης της επένδυσης και της έναρξης της παραγωγικής λειτουργίας της (π.χ. το τελευταίο 10% του ποσού της συνολικής επιχορήγησης κεφαλαίου καταβάλλεται τρία έτη μετά την έναρξη παραγωγικής λειτουργίας της επένδυσης).
Το σύνολο των ενισχύσεων θα πρέπει να καταβάλλεται στις επιχειρήσεις μέσα στον πρώτο μήνα το αργότερο, από την έναρξη της λειτουργίας της επένδυσης, με την επιτάχυνση των αναγκαίων διαδικασιών πιστοποίησης κλπ.
Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί κατά την αξιολόγηση του αναπτυξιακού αποτελέσματος της επενδυτικής πρότασης, στο κριτήριο της απασχόλησης (άρθρον 3 παρ. β iii).
Παρά την αναμφισβήτητη κοινωνική σημασία που έχει η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και η διατήρηση παλαιών (Δείκτης 1), όχι σπάνια η ισόρροπη ανάπτυξη (Δείκτης 2) και η πληρέστερη αξιολόγηση παραγωγικών πόρων (Δείκτης 3) υπηρετούνται πολύ καλύτερα με σύγχρονες προηγμένες τεχνολογίες εντάσεως κεφαλαίου και όχι μέσω παραγωγικών δραστηριοτήτων εντάσεως εργασίας.
Σκόπιμο θα ήταν να επιλεγούν και να γνωστοποιηθούν ευρύτερα οι πέντε πιο δυναμικοί κλάδοι για την ανάπτυξη της χώρας με βάση τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας και τη διεθνή ζήτηση και να θεσπισθεί ειδικό πρόσθετο «bonus», πέραν των λοιπών δικαιούμενων ενισχύσεων, για τα βιώσιμα εξωστρεφή επενδυτικά σχέδια στους τομείς αυτούς.
Τέλος, αναγκαία θεωρείται η επιτάχυνση όλων των διοικητικών διαδικασιών (αξιολόγησης, ελέγχου, πιστοποίησης, καταβολής ενισχύσεων κ.α.), ώστε το διάστημα που μεσολαβεί από την υποβολή της αίτησης υπαγωγής στον αναπτυξιακό νόμο μέχρι την έναρξη της λειτουργίας της επένδυσης να περιορισθεί στο ελάχιστο δυνατόν.