Το 20,1% του πληθυσμού της χώρας απειλείται από τη φτώχεια, σύμφωνα με την έρευνα εισοδήματος και συνθηκών διαβίωσης του 2010 της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ). Σύμφωνα με τα στοιχεία, προκύπτει ότι το χρηματικό όριο της φτώχειας ανέρχεται στο ετήσιο ποσό των 7.178 ευρώ ανά άτομο και σε 15.073 ευρώ για νοικοκυριά με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών.
Επίσης, το μέσο ετήσιο ατομικό ισοδύναμο εισόδημα ανέρχεται σε 13.973,94 ευρώ και το μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών της χώρας σε 24.224,38 ευρώ. Τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας εκτιμώνται σε 868.597 και τα μέλη τους σε 2.204.800.
Ο κίνδυνος φτώχειας για παιδιά ηλικίας 0-17 ετών (παιδική φτώχεια) ανέρχεται στο 23% και είναι υψηλότερος κατά περίπου τρεις ποσοστιαίες μονάδες από το αντίστοιχο ποσοστό του συνολικού πληθυσμού. Ο κίνδυνος φτώχειας για άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών υπολογίζεται σε ποσοστό 21,3% και είναι μειωμένος κατά 0,1 της ποσοστιαίας μονάδας, σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Ο πληθυσμός σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό ανέρχεται σε 3.030.900 άτομα. Ο πληθυσμός που διαβιεί σε νοικοκυριά που δεν εργάζεται κανένα μέλος ή εργάζεται με μερική απασχόληση ανέρχεται σε 544.800 άτομα, ενώ στο προηγούμενο έτος, ανερχόταν σε 488.200 άτομα.
Ο πληθυσμός που απειλείται από τη φτώχεια είναι, κυρίως:
Γυναίκες άνεργες (40%)
Μονογονεϊκά νοικοκυριά με τουλάχιστον ένα εξαρτώμενο παιδί (33,4%)
Νοικοκυριά με έναν ενήλικα, ηλικίας 65 ετών και άνω (30,1%)
Νοικοκυριά με 3 ή περισσότερους ενήλικες με εξαρτώμενα παιδιά (29,3%)
Μονοπρόσωπα νοικοκυριά με μέλος θήλυ (27,7%)
Παιδιά ηλικίας 0-17 ετών (23%)
Χαρακτηριστικά πληθυσµού σε κίνδυνο φτώχειας
Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας είναι υψηλότερο στις γυναίκες, σε σχέση µε τους άνδρες, 20,9% και 19,3%, αντίστοιχα. Τα µονοπρόσωπα νοικοκυριά µε θήλυ µέλος απειλούνται από τη φτώχεια σε ποσοστό 27,7%, ενώ τα αντίστοιχα µε άρρεν µέλος σε ποσοστό 26,3%.
Ο κίνδυνος φτώχειας για άτοµα ηλικίας άνω των 65 ετών υπολογίζεται σε ποσοστό 21,3%, ενώ για άτοµα ηλικίας έως 17 ετών σε ποσοστό 23%. Ο κίνδυνος φτώχειας για άτοµα ηλικίας άνω των 75 ετών υπολογίζεται σε ποσοστό 25,5%, ενώ για άτοµα ηλικίας 75 ετών και κάτω σε ποσοστό 19,6 %.
Ο κίνδυνος φτώχειας των νοικοκυριών µε έναν γονέα και τουλάχιστον ένα εξαρτώµενο παιδί ανέρχεται στο 33,4%, ενώ ο αντίστοιχος δείκτης για τα νοικοκυριά µε δύο γονείς και ένα εξαρτώµενο παιδί ανέρχεται στο 21,6%.
Οι εργαζόµενοι κινδυνεύουν λιγότερο από τους ανέργους και τους οικονοµικά µη ενεργούς (συνταξιούχους, νοικοκυρές, κ.λ.π.). Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας των εργαζοµένων ανέρχεται στο 13,8% (άνδρες 16,4% και γυναίκες 10,2%), των λοιπών µη οικονοµικά ενεργών στο 27,4% και των ανέργων στο 38,5%.
Ο σχετικός κίνδυνος φτώχειας για τους εργαζοµένους µε πλήρη απασχόληση ανέρχεται στο 11,7%, ενώ για τους εργαζοµένους µε µερική απασχόληση ανέρχεται στο 29,4%.
Τα νοικοκυριά που διαµένουν σε ιδιόκτητη κατοικία απειλούνται από φτώχεια κατά 18,5%, ενώ αυτά που διαµένουν σε ενοικιασµένη κατοικία κατά 27,2%. Ο σχετικός κίνδυνος φτώχειας ηλικιωµένων 75 ετών και άνω κατά ιδιοκτησιακό καθεστώς της κατοικίας τους ανέρχεται για τους ιδιοκτήτες στο 26,3%, ενώ για τους ενοικιαστές στο 18%.
Κίνδυνος φτώχειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση
Ο κίνδυνος φτώχειας στην Ευρώπη των 27 κρατών µελών εκτιµάται στο 16,4% (προσωρινά στοιχεία), στην ευρωζώνη των 12 στο 16,9% και στην ευρωζώνη των 16 κρατών µελών στο 16,1%.
Το υψηλότερο ποσοστό κινδύνου φτώχειας καταγράφεται στη Λετονία (21,3%), ενώ το χαµηλότερο στην Τσεχία (9%).
Δείκτες συνθηκών διαβίωσης
Από τη µελέτη των δεικτών για τις συνθήκες διαβίωσης του πληθυσµού της χώρας προκύπτει ότι η στέρηση βασικών αγαθών και υπηρεσιών (δυσκολία ικανοποίησης βασικών αναγκών, ανεπαρκείς συνθήκες στέγασης, επιβάρυνση από τις δαπάνες στέγασης, αδυναµία αποπληρωµής δανείων ή αγορών µε δόσεις, δυσκολίες στην πληρωµή πάγιων λογαριασµών, δυσκολία αντιµετώπισης των συνήθων αναγκών, ποιότητα ζωής) δεν αφορά µόνο το φτωχό πληθυσµό, αλλά και µέρος του µη φτωχού πληθυσµού.
Αποτελέσµατα
Ο πληθυσµός, που αντιµετωπίζει οικονοµικές δυσκολίες σε τουλάχιστον τέσσερις από τις εννέα συνολικά διαστάσεις της υλικής στέρησης, αποτελείται, κυρίως, από:
Παιδιά ηλικίας κάτω των 18 ετών (12,2%)
Γυναίκες ηλικίας 65 ετών και άνω (14,4%)
Άνδρες ηλικίας 65 ετών και άνω (9,8%)
Παιδιά ηλικίας 18 έως 24 ετών, που έχουν ολοκληρώσει την πρωτοβάθµια εκπαίδευση (36,1%)
Πληθυσµός ηλικίας 18 έως 59 ετών, που έχει ολοκληρώσει την τριτοβάθµια εκπαίδευση (3,7%)
Ο µέσος όρος αγαθών και υπηρεσιών που στερείται το σύνολο των νοικοκυριών από τις εννέα συνολικά διαστάσεις της υλικής στέρησης εκτιµάται στο 3,7%.
Τα νοικοκυριά που αντιµετωπίζουν ελλείψεις βασικών ανέσεων στην κύρια κατοικία κατατάσσονται, κατά καθεστώς ιδιοκτησίας, ως εξής:
– ιδιόκτητη χωρίς οικονοµικές υποχρεώσεις (δάνειο, υποθήκη, κ.λ.π.) (4,1%)
– ιδιόκτητη µε οικονοµικές υποχρεώσεις (δάνειο, υποθήκη, κ.λ.π.) (6,9%)
– ενοικιασµένη (9%)
– ενοικιασµένη µε ενοίκιο µικρότερο από την τιµή της αγοράς (12,7%)
Το ποσοστό του πληθυσµού που διαβιεί σε κατοικία µε στενότητα χώρου ανέρχεται στο 25,5% για το σύνολο του πληθυσµού, ενώ είναι 23,2% για το µη φτωχό πληθυσµό και 34,7% για το φτωχό πληθυσµό.
Τα νοικοκυριά που επιβαρύνονται από το κόστος στέγασης ανέρχονται στο 18,1% για το σύνολο του πληθυσµού, στο 5,5% για το µη φτωχό πληθυσµό και 67,7% για το φτωχό πληθυσµό.
Το 22,7% του φτωχού πληθυσµού δηλώνει ότι στερείται διατροφής, που περιλαµβάνει κάθε δεύτερη ηµέρα κοτόπουλο, κρέας, ψάρι ή λαχανικά ίσης θρεπτικής αξίας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό του µη φτωχού πληθυσµού εκτιµάται στο 4,2%.
Το 63,3% του φτωχού πληθυσµού και το 19,3% του µη φτωχού έχουν οικονοµική δυσκολία να αντιµετωπίσουν έκτακτες, αλλά αναγκαίες δαπάνες, αξίας περίπου 540 ευρώ.
Περιβαλλοντικά προβλήµατα από παρακείµενη βιοµηχανία ή κυκλοφορία αυτοκινήτων αντιµετωπίζει το 25% του συνολικού πληθυσµού, ενώ ποσοστό 19,1% του ίδιου πληθυσµού αναφέρει ως πρόβληµα τους βανδαλισµούς και την εγκληµατικότητα στην περιοχή του.
Το 27,8% του µη φτωχού πληθυσµού δηλώνει ότι επιβαρύνεται πάρα πολύ από τις συνολικές δαπάνες στέγασης, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για το φτωχό πληθυσµό εκτιµάται στο 50,6%.
Το 12,4% του συνολικού πληθυσµού δηλώνει ότι δυσκολεύεται πάρα πολύ στην αποπληρωµή δανείων ή δόσεων για αγορά αγαθών και υπηρεσιών.
Το 37,9% του φτωχού πληθυσµού δηλώνει δυσκολία στην πληρωµή πάγιων λογαριασµών, όπως του ηλεκτρικού ρεύµατος, του νερού, του φυσικού αερίου, κ.λ.π.
Το 47,3% του φτωχού πληθυσµού αναφέρει µεγάλη δυσκολία στην αντιµετώπιση των συνήθων αναγκών του µε το συνολικό µηνιαίο ή εβδοµαδιαίο εισόδηµά του.
Το ελάχιστο καθαρό µηνιαίο εισόδηµα για την αντιµετώπιση των αναγκών των νοικοκυριών της χώρας, κατά δήλωσή τους, ανέρχεται σε 2.464 ευρώ. Τα φτωχά νοικοκυριά χρειάζονται 2.000 ευρώ, ενώ τα µη φτωχά νοικοκυριά 2.580 ευρώ.
Το 19,5% του φτωχού πληθυσµού, το 5,6% του µη φτωχού πληθυσµού και το 8,4% του συνολικού πληθυσµού, δεν διέθεταν ένα τουλάχιστον ΙΧ επιβατηγό αυτοκίνητο, ενώ το 1,1% των φτωχών νοικοκυριών, το 6,1% των µη φτωχών και το 9,1% του συνόλου των νοικοκυριών, δεν διέθεταν προσωπικό ηλεκτρονικό υπολογιστή, αν και τα χρειάζονταν, λόγω έλλειψης οικονομικής δυνατότητας.