Η μία στις τέσσερις τράπεζες των αναπτυγμένων χωρών θα παραμείνουν, ακόμη και σε περίπτωση ανάκαμψης της παγκόσμιας οικονομίας, πολύ αδύναμες για να στηρίξουν την ανάπτυξη και ευάλωτες σε μελλοντικά σοκ, αναφέρει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο σε έκθεσή του για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, μεταδίδει το πρακτορείο Bloomberg.
Οι τράπεζες αυτές, που διαθέτουν ενεργητικό ύψους περίπου 12 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, θα παραμείνουν ευάλωτες όταν θα αυξηθεί η οικονομική δραστηριότητα, θα αυξηθούν τα επιτόκια και θα μειωθούν οι χρεοκοπίες, σημειώνει το ΔΝΤ στην εξαμηνιαία έκθεσή του για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Οι περισσότερες από τις τράπεζες αυτές, με ενεργητικό 8,5 τρισ. δολαρίων, βρίσκονται στην Ευρώπη, σύμφωνα με την έκθεση.
Τα συνεχώς χαμηλά επιτόκια, η υποτονική δραστηριότητα στις κεφαλαιαγορές, οι υψηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις και η κληρονομιά των μη εξυπηρετούμενων δανείων έχουν συμπιέσει τα κέρδη των τραπεζών στον αναπτυγμένο κόσμο. Οι τράπεζες πρέπει να μειώσουν τον όγκο των «κόκκινων» δανείων τους και να προχωρήσουν σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις – όπως κλείσιμο καταστημάτων και συγχωνεύσεις – για να βελτιώσουν την κερδοφορία τους, σημείωσε το ΔΝΤ. «Αυτό θα απαιτήσει την προσαρμογή των επιχειρηματικών μοντέλων τους, προκειμένου να διατηρήσουν την κερδοφορία τους και να προσαρμοσθούν στη νέα επιχειρηματική πραγματικότητα και τους εποπτικούς κανόνες», υπογραμμίζει το ΔΝΤ.
Οι κυβερνήσεις, προσθέτει η έκθεση, μπορούν να βοηθήσουν με αλλαγές στο νομικό πλαίσιο, για να κάνουν ευκολότερη την απαλλαγή των τραπεζών από τα κόκκινα δάνεια. Μόνο στην Ευρωζώνη, σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΔΝΤ, το αποτέλεσμα στα κεφάλαια των τραπεζών θα ήταν μία μεταβολή από ζημιές 80 δισεκατομμυρίων ευρώ σε κέρδη 60 δισ. ευρώ. Οι ιταλικές και οι ελληνικές τράπεζες θα είναι οι περισσότερο ωφελημένες από τις αλλαγές αυτές, σημειώνει η έκθεση, προσθέτοντας ότι πιθανόν να μην είναι αρκετή η εφαρμογή τέτοιων μειώσεων (των κόκκινων δανείων) από την ιταλική κυβέρνηση.