Το εισόδημα που καταναλώνεται και για το οποίο πρέπει να συγκεντρώνονται αποδείξεις -με εξαίρεση ένα εύλογο ποσό, για το οποίο δεν είναι δυνατή η συλλογή παραστατικών- είναι το διαθέσιμο εισόδημα και όχι το συνολικό προ φόρων εισόδημα.
Αυτό διευκρίνισαν κύκλοι του υπουργείου οικονομικών σχολιάζοντας τη δήλωση του Προέδρου της Εθνικής Ομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου, κ. Β. Κροκίδη, ότι «είναι πρακτικά αδύνατο να καλυφθεί με αποδείξεις το 50% του εισοδήματος τη στιγμή που το 45% αντιστοιχεί πλέον σε φόρους για ένα μεσαίο νοικοκυριό».
Οι ίδιοι κύκλοι τόνισαν ότι «αν κάποιοι θέλουν να αντισταθούν σε ένα δραστικό και απλό μέτρο καταπολέμησης της φοροδιαφυγής και της παραοικονομίας, μπορούν να το κάνουν, όχι όμως διαστρέφοντας την διάκριση μεταξύ συνολικού και διαθέσιμου εισοδήματος.
Η νέα ρύθμιση για τις αποδείξεις, όπως θα ενταχθεί στο νέο Εθνικό Φορολογικό Σύστημα, θα λειτουργήσει ως μηχανισμός εξυγίανσης και δικαιοσύνης. Το αυθαίρετο αμάλγαμα ρυθμίσεων που ισχύουν σήμερα και σεναρίων γύρω από πιθανές ρυθμίσεις δεν έχει καμία σχέση με την απλότητα και την καθαρότητα των νέων κανόνων, που έχουν ως στόχο να σταματήσουν να επιβαρύνονται φορολογικά μόνον οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι.
Αλλιώς, από τα 100 δισ. ευρώ επίσημα δηλωμένων εισοδημάτων θα εξακολουθήσουν να απαλλάσσονται, για τον ένα ή για τον άλλο λόγο, τα 70 δισ. ευρώ και να φορολογούνται άνισα μόνο τα 30 δισ. ευρώ, με αποτέλεσμα να μένει η χώρα εγκλωβισμένη στην ανεπάρκεια των δημοσίων εσόδων».