Τρεις υψηλόβαθμοι ιρλανδοί τραπεζίτες καταδικάστηκαν σήμερα σε κάθειρξη μεταξύ δύο και τρεισήμισι ετών για συνωμοσία με σκοπό την εξαπάτηση των επενδυτών, στην πλέον προβεβλημένη δίωξη που σχετίζεται με την τραπεζική κρίση του 2008.
Τα τρία στελέχη θα είναι από τους πρώτους υψηλόβαθμους τραπεζίτες παγκοσμίως που θα φυλακιστούν για τον ρόλο τους στην κατάρρευση μιας τράπεζας κατά τη διάρκεια της κρίσης.
Το γεγονός ότι έως τώρα δεν έχουν υπάρξει καταδικαστικές αποφάσεις έχει εξοργίσει τους Ιρλανδούς φορολογουμένους, που αναγκάστηκαν να πληρώσουν 64 δισ. ευρώ –σχεδόν το 40% του ετήσιου ΑΕΠ– μετά την κατάρρευση της αγοράς ακινήτων που οδήγησε στη μεγαλύτερη διάσωση κρατικής τράπεζας στην ευρωζώνη.
Η κατάρρευση αυτή οδήγησε την Ιρλανδία σε τριετές πρόγραμμα διάσωσης το 2010 και το υπουργείο Οικονομικών είπε τον περασμένο μήνα ότι θα χρειαστούν άλλα 15 χρόνια για να ανακτηθούν τα κεφάλαια που διοχετεύθηκαν στις τράπεζες, οι οποίες βρίσκονται ακόμα σε λειτουργία.
Ο πρώην διευθύνων σύμβουλος της Irish Life and Permanent Ντένις Κέισι καταδικάστηκε σε κάθειρξη δύο ετών και εννέα μηνών. Ο Γουίλι Μακάτιρ, πρώην οικονομικός διευθυντής στην Anglo Irish Bank που κατέρρευσε, και ο Τζον Μπόουι, ο πρώην επικεφαλής της τράπεζας για τις κεφαλαιαγορές, καταδικάστηκαν σε κάθειρξη 42 μηνών και 24 μηνών αντίστοιχα.
Και οι τρεις καταδικάστηκαν ότι συνωμότησαν μεταξύ τους και με άλλους για να παραπλανήσουν τους επενδυτές, τους καταθέτες και τους πιστωτές, δημιουργώντας ένα κυκλικό σύστημα συναλλαγών ύψους 7,2 δισ. ευρώ μεταξύ του Μαρτίου και του Σεπτεμβρίου του 2008 προκειμένου να ενισχύσουν τον ισολογισμό της Anglo.
Η Irish Life τοποθετούσε τις καταθέσεις μέσω μιας μη τραπεζικής θυγατρικής πριν κλείσει η ετήσια οικονομική χρήση της Anglo, προκειμένου να επιτρέψει στην ανταγωνίστριά της να τις κατηγοριοποιήσει ως καταθέσεις πελατών, που θεωρούνται περισσότερο ασφαλείς, παρά ως κατάθεση από μια άλλη τράπεζα.
«Με μέσα που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ανέντιμα, δόλια και διεφθαρμένα, κατασκεύασαν καταθέσεις 7,2 δισ. ευρώ μέσω προφανώς ψευδών συναλλαγών», δήλωσε ο δικαστής Μάρτιν Νόλαν στο δικαστήριο, περιγράφοντας τη συνωμοσία ως «πολύ σοβαρό έγκλημα».
Κανείς από τους κατηγορούμενους δεν αντέδρασε εμφανώς στις ποινές που ανακοινώθηκαν πριν οδηγηθούν εκτός της δικαστικής αίθουσας.