Η επιλογή της κυβέρνησης να αυξήσει τις ασφαλιστικές εισφορές για εργοδότες και εργαζόμενους αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της λανθασμένης τακτικής που έχει εφαρμοστεί ως προς το ασφαλιστικό, από το 2010 και μετά.
Του Κωνσταντίνου Μίχαλου*
Ενώ για τρεις δεκαετίες σχεδόν είχαμε έναν ατελείωτο διάλογο που δεν κατέληγε πουθενά, τα τελευταία έξι χρόνια βλέπουμε έναν καταιγισμό νομικών αλλαγών και περικοπών, χωρίς συζήτηση, χωρίς στρατηγική, χωρίς κατεύθυνση.
Η επιμελητηριακή κοινότητα, εκφράζοντας το σύνολο του επιχειρηματικού κόσμου, ήταν και παραμένει κάθετα αντίθετη με την αύξηση των εργοδοτικών εισφορών, όπως άλλωστε και με κάθε άλλο μέτρο που αυξάνει το κόστος των επιχειρήσεων και απομειώνει την ανταγωνιστικότητά τους.
Η ασφαλιστική μεταρρύθμιση οφείλει να προχωρήσει στο πλαίσιο ενός ευρύτερου μεταρρυθμιστικού πλαισίου, με στόχο την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Με δεδομένο ότι κάθε σύστημα συντάξεων τροφοδοτείται από την παραγωγή, για να έχουν σύνταξη οι ηλικιωμένοι θα πρέπει να έχουν δουλειά τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Θα πρέπει να υπάρχει μια οικονομία που ανθεί και αναπτύσσεται, ώστε να εξασφαλίζει καλές και σταθερές συντάξεις.
Το σύστημα ασφάλισης δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ανεξάρτητα από το στόχο της ανάπτυξης. Δεν μπορεί να στηρίζεται στη λογική του «όποιος πρόλαβε» ούτε και του «να πληρώσουν οι άλλοι». Χρειαζόμαστε ένα ασφαλιστικό που θα συνδυάζει την κοινωνική δικαιοσύνη με την ανάπτυξη. Και όχι ένα σύστημα που θα συντηρεί αδικίες, εξαιρέσεις και προνόμια, απομυζώντας την παραγωγή και το φορολογούμενο πολίτη.
Πάνω σε αυτή τη βασική λογική, οφείλουμε να κάνουμε μια νέα αρχή. Με διάλογο αλλά και με ουσιαστικές αλλαγές στην πράξη. Τα Επιμελητήρια έχουν ήδη καταθέσει συγκεκριμένο πλαίσιο προτάσεων, το οποίο μπορεί να αποτελέσει ρεαλιστική βάση συζήτησης για μια ασφαλιστική μεταρρύθμιση, με κοινωνικό και ταυτόχρονα αναπτυξιακό πρόσημο.
*Ο Κωνσταντίνος Μίχαλος είναι πρόεδρος του ΕΒΕΑ και της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος