Κατά τη διάρκεια επίσημης επίσκεψής του στο Τόκιο τον Οκτώβριο, ο Πρόεδρος της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, κάλεσε τους Ιάπωνες επιχειρηματίες να επενδύσουν στην Τουρκία και δεσμεύθηκε να τριπλασιάσει το μέγεθος της οικονομίας της χώρας του την επόμενη δεκαετία. «Ο στόχος μας είναι να γίνει η Τουρκία μία χώρα με ακαθάριστο εθνικό προϊόν (ΑΕΠ) 2 τρις. δολαρίων, κατά κεφαλήν εισόδημα 25.000 δολαρίων και εξαγωγές 500 δις. δολαρίων» έως το 2023, που είναι η 100η επέτειος της δημοκρατίας, δήλωσε ο Ερντογάν στους δυνητικούς επενδυτές.
Ωστόσο, οι στόχοι αυτοί φαίνονται όλο και πιο δύσκολοι για την Τουρκία, σημειώνει δημοσίευμα της εφημερίδας Wall Street Journal. Η ελκυστικότητα της τουρκικής οικονομίας ξεθωριάζει, προσθέτει το δημοσίευμα, εν μέσω της επιβράδυνσης του ρυθμού ανάπτυξης, της αύξησης των τρομοκρατικών επιθέσεων και της προοπτικής παρατεταμένης πολιτικής αβεβαιότητας, καθώς οδεύει προς τις βουλευτικές εκλογές της Κυριακής, που πιθανόν να καταδείξουν έναν κατακερματισμό του πολιτικού σκηνικού.
Οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι παραδέχονται τις δυσκολίες, αλλά δηλώνουν ότι το κόμμα της Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) μπορεί να επιτύχει τους στόχους του για το 2023, που πρώτη φορά παρουσιάσθηκαν πριν τις εκλογές του 2011, διασφαλίζοντας την πολιτική σταθερότητα και υλοποιώντας έναν νέο γύρο πολιτικών και οικονομικών μεταρρυθμίσεων – περιλαμβανομένου ενός νέου συντάγματος και της συγκρότησης μίας μεταποιητικής βάσης υψηλής τεχνολογίας. «Η Τουρκία έχει δημιουργήσει μακροοικονομικές ισορροπίες. Τώρα, ο στόχος είναι να γίνει μία οικονομία που θα μπορεί να ανταγωνίζεται στο παγκόσμιο σύστημα», δήλωσε ο αναπληρωτής πρωθυπουργός Νουμάν Κουρτουλούς.
Η τουρκική οικονομία, η οποία τριπλασιάσθηκε στη διάρκεια της 13ετούς διακυβέρνησης από το AKP στα περίπου 800 δις. δολάρια τον χρόνο, χωλαίνει τα τελευταία χρόνια λόγω των οικονομικών κρίσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση – που είναι ο μεγαλύτερος αγοραστής τουρκικών προϊόντων -, ενώ οι συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή έχουν περιορίσει μία κατά το παρελθόν γρήγορα αναπτυσσόμενη αγορά. Οι τουρκικές εξαγωγές μειώθηκαν 9% στο 8μηνο Ιανουαρίου – Αυγούστου σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό διάστημα, παρά τη μεγάλη υποτίμηση της τουρκικής λίρας. Η ευρεία έξοδος επενδυτών από τις αναδυόμενες αγορές – που οφείλεται στην επιβράδυνση της Κίνας και την επικείμενη αύξηση των επιτοκίων από την αμερικανική κεντρική τράπεζα (Fed) – ενισχύει την πίεση. «Η επίδοση της Τουρκίας υπονομεύεται από το εξωτερικό περιβάλλον. Όταν είχε προβλήματα η ΕΕ, υπήρξε η στροφή στη Μέση Ανατολή, και τώρα έχει προβλήματα και η Μέση Ανατολή», δήλωσε αναλυτής του οίκου πιστοληπτικής αξιολόγησης Fitch για την Τουρκία πρόσφατα σε συνέδριο στην Κωνσταντινούπολη.
Τα προβλήματα έγιναν βαθύτερα τον Ιούνιο, όταν οι ψηφοφόροι έδωσαν τέλος στην απόλυτη πλειοψηφία του AKP – ανήσυχοι από την προσπάθεια του Ερντογάν να μεταφέρει εξουσίες από τον κοινοβούλιο στην προεδρία. Ο επιλεγείς από τον Ερντογάν διάδοχός του στην ηγεσία του AKP, ο πρωθυπουργός Αχμέτ Νταβούτογλου, δεν μπόρεσε να σχηματίσει κυβέρνηση συνασπισμού με το Δημοκρατικό Λαϊκό Κόμμα (CHP), το μεγαλύτερο κόμμα της αντιπολίτευσης. Εν μέσω της αυξανόμενης πολιτικής αβεβαιότητας, οι διαχειριστές διεθνών κεφαλαίων απέσυραν 6 δις. δολάρια από τουρκικές μετοχές και ομόλογα από τις αρχές του 2015, σύμφωνα με στοιχεία της κεντρικής τράπεζας.
Στα μέσα Οκτωβρίου, ο υπουργός Οικονομικών Μεχμέτ Σιμσέκ περιόρισε την πρόβλεψη για τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας της Τουρκίας στο 3% από 4%. Ταυτόχρονα, αναθεώρησε τους στόχους για το κατά κεφαλήν εισόδημα, καθώς η βουτιά της λίρας μείωσε το μέσο εισόδημα προς τις 9.000 δολάρια από 10.000 δολάρια και πλέον – ένα μεγάλο κόστος για το AKP, το οποίο προσπαθεί να πείσει τους ψηφοφόρους ότι θα αντιστρέψει αυτή την τάση στην 100η επέτειο της τουρκικής δημοκρατίας, με τον τριπλασιασμό του μέσου εισοδήματός τους.
Η παρατεταμένη πολιτική αβεβαιότητα κάθε άλλο παρά ενίσχυσε την εμπιστοσύνη στους Τούρκους ηγέτες. Το 64% των Τούρκων θεωρούσε τον τρέχοντα μήνα ότι είναι κακή η διαχείριση της οικονομίας από 56% πριν τις εκλογές του Ιουνίου και το 58% δηλώνουν ότι η χώρα κινείται σε κακή κατεύθυνση έναντι 53%, αντίστοιχα. Οι τουρκικές επιχειρηματικές οργανώσεις, εν τω μεταξύ, σημειώνουν έναν άλλον παράγοντα που θεωρούν ότι μειώνει την εμπιστοσύνη των επενδυτών: Αυτό που αποκαλούν πολιτικά υποκινούμενη πίεση σε εταιρείες που έχουν διασυνδέσεις με εχθρούς του Ερντογάν. Τον Σεπτέμβριο, οι τουρκικές Αρχές προχώρησαν στη σύντομη κράτηση ανώτατων στελεχών του ομίλου Boydak, που είναι ο έβδομος μεγαλύτερος της χώρας, στο πλαίσιο έρευνας με βάση την κατηγορία απόπειρας πραξικοπήματος κατά του Ερντογάν. Τα στελέχη απορρίπτουν τις κατηγορίες και δηλώνουν ότι συνεργάζονται με τις Αρχές. Την τελευταία διετία, η κυβέρνηση προχώρησε επίσης στην κατάσχεση μίας τράπεζας και ακύρωσε κρατικούς διαγωνισμούς που είχαν κατακυρωθεί σε επιχειρηματίες που ήρθαν σε ρήξη με τον Πρόεδρο.
Όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα των εκλογών, κυβερνητικοί αξιωματούχοι και αναλυτές δηλώνουν, ότι η Τουρκία πρέπει να προωθήσει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, εάν θέλει να ελπίζει να επιτύχει τον στόχο της για ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 5%. Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης από το AKP, το δημόσιο χρέος της Τουρκίας μειώθηκε στο 33% του ΑΕΠ από περίπου 70%, με την αποπληρωμή δανείων στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και άλλου χρέους, ωθώντας έτσι προς τα κάτω το κόστος δανεισμού της χώρας και διασφαλίζοντας επενδυτικές αξιολογήσεις (από τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης) για πρώτη φορά μετά από σχεδόν δύο δεκαετίες. Σε τηλεοπτική συνέντευξη που έδωσε τον περασμένο μήνα, ο κ. Σιμσέκ προειδοποίησε ότι αν η χώρα δεν μπορέσει να σταθεροποιήσει το πολιτικό της σύστημα και να προωθήσει μεταρρυθμίσεις, δεν θα διακινδυνεύσει μόνο τους στόχους του 2023, αλλά μπορεί να αντιστρέψει τα κέρδη που έχει επιτύχει από την άνοδο στην εξουσία του AKP το 2002.