Οι κλάδοι με τα πλέον θετικά ισοζύγια προσλήψεων – αποχωρήσεων είναι αυτοί των ξενοδοχείων και παρόμοιων καταλυμάτων, των δραστηριοτήτων υπηρεσιών εστίασης, της εκπαίδευσης και του λιανικού εμπορίου. Είναι ενδεικτικό ότι κατά την περίοδο Μαΐου 2013 – Μαΐου 2015, η καθαρή ζήτηση για σερβιτόρους και συναφείς ειδικότητες, διδακτικό προσωπικό, καθαρίστριες – καθαριστές και μαγείρους είναι σημαντικά υψηλότερη έναντι της ζήτησης για άλλες ειδικότητες, σύμφωνα με τα μηνιαία δελτία του συστήματος “ΕΡΓΑΝΗ” για τις ροές μισθωτής απασχόλησης.
Η επέκταση της απασχόλησης όμως σε τομείς όπως ο επισιτισμός και το λιανικό εμπόριο δημιουργεί ζήτηση, κυρίως, για μη εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό, όπως σημειώνεται σε άρθρο του τελευταίου τεύχους του μηναίου δελτίου του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) με θέμα την αδυναμία μετασχηματισμού του παραγωγικού μοντέλου της χώρας.
Το γεγονός αυτό, σύμφωνα με τα συμπεράσματα του άρθρου, έχει ως αποτέλεσμα τη μη αποτελεσματική κατανομή των πόρων με στόχο την ανάπτυξη και την κάλυψη των θέσεων εργασίας από εργατικό δυναμικό με περισσότερα προσόντα από αυτά που απαιτούνται για την κάλυψή τους.
Σημειώνεται ότι το 2012, στην Ελλάδα, το ποσοστό των εργαζομένων με προσόντα περισσότερα από αυτά που απαιτούνταν για την κάλυψη των θέσεων που απασχολούνταν ανερχόταν σε 26%, όταν ο μέσος όρος της ΕΕ ήταν 15%.
Η ζήτηση, κυρίως, ανειδίκευτης εργασίας, σε συνδυασμό με το ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό ανεργίας, έχει οδηγήσει πολλούς νέους με δεξιότητες να αναζητήσουν καλύτερες επαγγελματικές προοπτικές στο εξωτερικό αποθαρρύνοντας παράλληλα ορισμένους άλλους να επενδύσουν σε ανθρώπινο κεφάλαιο.
Όπως αναφέρεται στο άρθρο, παρά τις μεταρρυθμίσεις που προωθήθηκαν τα τελευταία χρόνια στην ελληνική αγορά εργασίας, αλλά και στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, το μοντέλο ανάπτυξης της οικονομίας φαίνεται προσανατολισμένο στην εξυπηρέτηση της εγχώριας κατανάλωσης, τείνοντας να δημιουργεί χαμηλής εξειδίκευσης θέσεις εργασίας, κατά κανόνα σε κλάδους χαμηλής προστιθέμενης αξίας.
Όπως προέκυψε από την επεξεργασία των στοιχείων του συστήματος «ΕΡΓΑΝΗ», οι κλάδοι του επισιτισμού, των ξενοδοχείων και λοιπών καταλυμάτων, καθώς και του λιανικού εμπορίου κυριαρχούν, με αποτέλεσμα η ζήτηση εργασίας να αφορά κυρίως σε ειδικότητες μη καταρτισμένης εργασίας. Το γεγονός αυτό οδηγεί σε μη αποτελεσματική κατανομή πόρων, συμπεριλαμβανομένου του ανθρώπινου κεφαλαίου, το οποίο είτε απαξιώνεται λόγω της απασχόλησης, ειδικά των νέων, σε θέσεις εργασίας που δεν αξιοποιούν τις γνώσεις και δεξιότητες τους, είτε οδηγείται στο εξωτερικό προς αναζήτηση καλύτερης τύχης.
«Είναι προφανές ότι μια οικονομία που βασίζεται σε τέτοια διάρθρωση της παραγωγής δεν μπορεί να ελπίζει σε μακροχρόνια και βιώσιμη ανάπτυξη, ικανή να στηρίξει ένα ικανοποιητικό επίπεδο διαβίωσης», υπογραμμίζεται. Η παραπάνω διαπίστωση θα μπορούσε να αποδοθεί σε πολλούς παράγοντες, συνεχίζει το άρθρο, που αφορούν χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας και της παραγωγής της. Για παράδειγμα, η βελτίωση των εξαγωγικών επιδόσεων μιας οικονομίας εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από την εφαρμογή πολιτικών βελτίωσης της ποιότητας των παραγόμενων προϊόντων και υπηρεσιών και της παραγωγικότητας της εργασίας, τις συνθήκες ρευστότητας που επικρατούν στην οικονομία και γενικότερα τη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, το βαθμό εξάρτησης από τις εισαγωγές, το κόστος του κεφαλαίου, της ενέργειας και των άλλων πρώτων υλών.
Όμως, οι παράγοντες αυτοί στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας λειτουργούν επιβαρυντικά ως προς τις εξαγωγικές επιδόσεις της. Επιπροσθέτως, παράγοντες όπως ο βαθμός αβεβαιότητας όσον αφορά τις οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις, η πολυπλοκότητα και η αστάθεια του φορολογικού συστήματος και η αναποτελεσματική λειτουργία του συστήματος απονομής δικαιοσύνης και δημόσιας διοίκησης εμποδίζουν την προσέλκυση ξένων επενδύσεων που θα μπορούσαν να συμβάλλουν στο μετασχηματισμό του μοντέλου ανάπτυξης της οικονομίας, που θα είναι προσανατολισμένο στην παραγωγή υψηλής προστιθέμενης αξίας εμπορεύσιμων προϊόντων και υπηρεσιών. Εκ του αποτελέσματος, αποδεικνύεται ότι οι μεταρρυθμίσεις που προωθήθηκαν κατά τη διάρκεια της κρίσης δεν κατάφεραν να αντιμετωπίσουν αυτά τα προβλήματα, λόγω είτε ελλιπούς σχεδιασμού, είτε μη ικανοποιητικής εφαρμογής τους.
Καθώς η δημοσιονομική προσαρμογή έχει προχωρήσει σε σημαντικό βαθμό, «είναι επιτακτική πλέον η ανάγκη, η εστίαση τόσο του νέου προγράμματος προσαρμογής, όσο και των κυβερνητικών επιλογών γενικότερα, να αφορά τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις για το μετασχηματισμό του παραγωγικού μοντέλου της ελληνικής οικονομίας» καταλήγει το άρθρο.