Οι χρηματοπιστωτικές αγορές κάνουν λάθος να θεωρούν ότι η Ελλάδα δεν θα τα καταφέρει και να τάσσονται υπέρ της αναδιάρθρωσης του χρέους της, αναφέρει ο υπουργός Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής Γιώργος Παπακωνσταντίνου σε άρθρο του, το οποίο δημοσιεύεται στην εφημερίδα Financial Times.
Στο άρθρο, με τίτλο: «Δώστε χρόνο στην Ελλάδα να αποδείξει ότι μπορεί να κάνει τη δουλειά», ο υπουργός σημειώνει ότι οι αγορές κάνουν σήμερα λάθος, όπως έκαναν λάθος και το 2009, όταν δάνειζαν την Ελλάδα με ένα spread μόλις 100 μονάδων βάσης (μίας ποσοστιαίας μονάδας) σε σχέση με τα γερμανικά ομόλογα, όταν τα δημοσιονομικά προβλήματα της Ελλάδας ήταν ολοφάνερα σε όλους.
Για το λόγο αυτό, προσθέτει, η στρατηγική της αγοράς χρόνου είναι η μόνη ορθολογική σήμερα. «Δίνει στην Ελλάδα τον χρόνο για να αποδείξει ότι μπορεί να ολοκληρώσει το έργο που ξεκίνησε. Δίνει και στην Ευρώπη τον χρόνο να σκεφθεί για τις επιλογές και τα εργαλεία της για να βοηθήσει τις χώρες που είναι σε κρίση με ένα ρεαλιστικό τρόπο – καθιστώντας βιώσιμο το βάρος του χρέους, χωρίς το δράμα που θα προκαλούσε στην Ευρωζώνη μία αναδιάρθρωση ή μία χρεοκοπία», τονίζει ο κ. Παπακωνσταντίνου.
Ο λόγος, για τον οποίο η Ελλάδα δεν θα μπορεί να έχει πρόσβαση στις αγορές το 2012 και θα χρειασθεί ένα νέο δάνειο (σε συνδυασμό με τα έσοδα από τις αποκρατικοποιήσεις και την εθελοντική αναχρηματοδότηση από τον ιδιωτικό τομέα των ομολόγων που λήγουν) έχει λιγότερο να κάνει, υπογραμμίζει ο υπουργός, με λάθη στην κατασκευή και εφαρμογή του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής που συμφωνήθηκε πέρυσι το Μάιο με την ΕΕ και το ΔΝΤ και περισσότερο με ευρύτερα συστημικά ζητήματα της Ευρωζώνης, τους χρόνους των εκλογών στην ΕΕ και την πραγματικότητα των αριθμών του χρέους.
Αναφέρει ότι υπήρξαν λάθη στο πρόγραμμα, τα οποία διορθώθηκαν στη συνέχεια: τα επιτόκια καθορίσθηκαν πολύ υψηλά και η περίοδος αποπληρωμής ήταν πολύ μικρή. «Είναι βιώσιμο ένα χρέος, το οποίο θα κορυφωθεί στο 160% του ΑΕΠ πριν αρχίσει να μειώνεται», αναρωτιέται ο υπουργός και απαντά: «Στην πραγματικότητα είναι ή μπορεί να είναι. Η βιωσιμότητα του χρέους εξαρτάται από τα πρωτογενή πλεονάσματα, το ρυθμό ανάπτυξης και το επιτόκιο που πληρώνεται για την εξυπηρέτηση του χρέους. Μετά τη μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες το 2010, η Ελλάδα θα έχει από το 2012 πρωτογενές πλεόνασμα, το οποίο προβλέπεται να φθάσει στο 6% του ΑΕΠ το 2014. Δεν είναι εύκολο να διατηρηθεί σε αυτό το επίπεδο, αλλά αυτό έχει γίνει. Η ανάπτυξη αναμένεται να επανέλθει το επόμενο έτος, με τις μεταρρυθμίσεις σε εξέλιξη να παρέχουν ένα σοκ από την πλευρά της προσφοράς στην οικονομία. Το δυναμικό για την ανάπτυξη υπάρχει, από τις πράσινες τεχνολογίες έως τον τουρισμό και τις υποδομές».
Ο υπουργός τονίζει ότι τον περασμένο Οκτώβριο τα spreads των ελληνικών ομολόγων μειώνονταν με ταχείς ρυθμούς – περισσότερο από 350 μονάδες βάσης (3,5 ποσοστιαίες μονάδες) μόλις σε ένα μήνα. Μετά ήρθε η απόφαση της Ντοβίλ, με την οποία ενσωματώθηκε το ενδεχόμενο της αναδιάρθρωσης του χρέους στον ευρωπαϊκό μηχανισμό διάσωσης που θα λειτουργήσει από το 2013, ενώ οι απαιτήσεις των ιδιωτών πιστωτών τέθηκαν σε χαμηλότερη κατηγορία από τις απαιτήσεις των δημόσιων πιστωτών, με αποτέλεσμα να μειωθούν τα κίνητρα του ιδιωτικού τομέα να διακρατεί κρατικά ομόλογα των περιφερειακών οικονομιών της Ευρωζώνης.
Από το Μάιο του 2010 έγινε στην Ελλάδα η μεγαλύτερη δημοσιονομική προσαρμογή που έχει επιτευχθεί έως σήμερα από χώρα της Ευρωζώνης, τόνισε ο κ. Παπακωνσταντίνου, προσθέτοντας ότι αυτό έγινε με σκληρό τρόπο: «Για να μειωθεί το έλλειμμα κατά πέντε ποσοστιαίες μονάδες, οι ονομαστικοί μισθοί στο Δημόσιο μειώθηκαν κατά 15%, οι συντάξεις κατά 10% και οι αποδοχές των εργαζομένων στο δημόσιο τομέα κατά 10%, οι λειτουργικές και στρατιωτικές δαπάνες περικόπηκαν, οι συντελεστές ΦΠΑ αυξήθηκαν κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες και οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης κατά 30%». Η δημοσιονομική προσαρμογή, προσθέτει ο υπουργός, συνοδεύθηκε από διαρθρωτικές αλλαγές που έπρεπε να έχουν γίνει από καιρό. Αυτά, συνεχίζει, είναι σημαντικά επιτεύγματα σε μία πολύ μικρή χρονική περίοδο.
Και προσθέτει: «Είχαν ως αποτέλεσμα θυσίες του ελληνικού λαού, μάχες με μία δημόσια διοίκηση που ήταν καθαρά ανεπαρκής για το έργο και ανάλωση πολιτικού κεφαλαίου από την κυβέρνηση στην αντιπαράθεσή της με μία λαϊκιστική αντιπολίτευση».