Το σύγχρονο γαλλικό θέατρο έκλεισε με μεγάλη επιτυχία τον κύκλο των 6 έργων που παρουσιάστηκαν στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, κερδίζοντας την εκτίμηση και την αποδοχή του ελληνικού κοινού. Νέοι συγγραφείς αναζήτησαν και προσέγγισαν τους θεατές, με θέατρο πιο πολύ διανοητικό, αλλά ταυτόχρονα γοητευτικά ποικιλόμορφο.

Γράφει η Χαρά Κιούση

Ο Ζαν-Λυκ Λαγκάρς με το έργο του «Ακριβώς το τέλος του κόσμου» επιβεβαιώνει πως η αδυναμία της επικοινωνίας «στήνει στον τοίχο την Αγία οικογένεια». Ο συγγραφέας και σκηνοθέτης που πέθανε νεώτατος από AIDS, γνώριζε πολύ καλά τι σημαίνει «να εγκαταλείπεις τη ζωή ή να εγκαταλείπεσαι από αυτήν». Ενδεχομένως το έργο του που συμπεριλήφθηκε στην ύλη των εξετάσεων του γαλλικού Baccalaureat, να είναι ένας αποχαιρετισμός προσωπικός, γεμάτος ευαισθησία και γνώση.

Ο Λουί ένας νέος άντρας που ζει για χρόνια μακριά από την πατρική του οικογένεια, είναι άρρωστος. Για την ακρίβεια βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο της «αρρώστιας» του και αποφασίζει να επιστρέψει στη γενέτειρά του, στους δικούς του. Είναι μόλις 34 ετών, στο άνθος της πνευματικής του ακμαιότητας και στην παρακμή του σώματος, εν όψει του επερχόμενου θανάτου. Αυτή η συντριπτική προσμονή του προξενεί την επιθυμία της επιστροφής στον ασφαλή τόπο των παιδικών του αναμνήσεων. Επίσης τον προετοιμάζει για να μοιραστεί το δυσβάσταχτο βάρος του θανάτου με τα οικεία του πρόσωπα.

Αποφασισμένος λοιπόν να τους ανακοινώσει τα θλιβερά νέα επιστρέφει ξαφνικά, μετά από μακρόχρονη απουσία. Εκεί όμως όλα και όλοι έχουν αλλάξει και μέσα σε μιαν ατμόσφαιρα ιδιόρρυθμης χαράς, καθένας θα βγάλει τα προσωπικά του αισθήματα. Θα τα ακουμπήσει πάνω του, άλλος με νοσταλγία και τρυφερότητα κι’ άλλος με την υποψία φθόνου και ενοχοποίησης. Ίσως να έχουν όλοι τους τις καλλίτερες προθέσεις.Όμως όλες είναι υποθηκευμένες στην απομόνωση, στην αποξένωση, στην έλλειψη κατανόησης και αλληλοαναγνώρισης. Καθένας συναντά τον άλλο σε μνήμες εγωιστικές, μ’ ένα παιχνίδι ελλειπτικών λέξεων που καθιστούν αδύνατη κάθε επαφή και επικοινωνία.

Έτσι ο Λουί περιχαρακωμένος κι’ εξουθενωμένος από τους μικρούς θανάτους των απλών καθημερινών στιγμών, δεν θα τους ανακοινώσει το μεγάλο του μυστικό. Θα το μοιράζεται με το άγνωστο κοινό. Ακριβώς αυτό είναι το σημείο που οι δραματικοί του ποιητικοί μονόλογοι γίνονται τραγικοί, καθώς φεύγει πιο ξένος από πριν κι αυτή η αμετάκλητη φυγή επιτείνει την αγωνία και το αίσθημα της οδύνης.

Η σκηνοθεσία του Ένκε Φεζολλάρι αγκάλιασε με ευαισθησία «τη σιωπηρή παρουσία του θανάτου» σε επίπεδο φυσικό αλλά και συμβολικό. Πριν τη βαθιά σιωπή του θανάτου, η σιωπή της φυγής και του οριστικού αποχαιρετισμού. Η φυγή παρούσα στο επίκεντρο της ζωής που οδεύει στο θάνατο. Φυγή απ’ ό,τι λαχταράμε, απ’ ό,τι ελπίζουμε. Φυγή και καταφυγή στον παραλογισμό, στην αλλοτρίωση, στον μαρασμό, στην ουτοπία από την άλλη, δοσμένα όλα με όμορφες ερμηνείες από τους ικανούς ηθοποιούς. Με όμορφη κίνηση που έχει κάτι από παιδικό παιχνίδι, χαρές και ξαφνιάσματα αλλά και μια συγκράτηση, ένα δισταγμό επαφής καπελωμένο από κάθε συμβατική και τυπική σχέση.

Το σκηνικό (δυο τζαμωτές προθήκες-βιτρίνες στον τοίχο του υπογείου χώρου) στεγάζει δυο απόμακρους και ξένους μεταξύ τους κόσμους. Όση απόσταση κι’ αν διανύουν με πισωγυρίσματα, δεν θα συναντηθούν ποτέ επιβεβαιώνοντας ότι «απέναντι στους μικρούς ή μεγάλους θανάτους της ζωής, ο πραγματικός θάνατος του Λουί θα είναι η χαρά και η λύτρωση».

Μετάφραση: Ανδρέας Στάικος
Σκηνοθεσία – Φωτισμοί – Μουσική Επιμέλεια: Ένκε Φεζολλάρι
Σκηνικά – Κοστούμια: Χριστίνα Κωστέα
Βοηθός Σκηνοθέτη: Στεφανία Βλάχου

Παίζουν: Ελεονώρα Αντωνιάδου, Νικόλ Δημητρακοπούλου, Αλεξάνδρα Παλαιολόγου, Ιωάννης Παπαζήσης, Βαγγέλης Ψωμάς