Μεγάλες μοναχικές μητρικές φιγούρες, κόκκινες γόβες που προαναγγέλλουν την εισβολή ερωτικών θηλυκών, καφενεία και τραπέζια φορτωμένα με λογιών υλικά, συνθέσεις με παλιά αυτοκίνητα, ρόδες και μοτοσικλέτες, αλλά πάνω απ’ όλα η ανάμνηση της φυσικής παρουσίας των πραγμάτων και των ανθρώπων μέσα στον χρόνο, ζωντανεύουν στην αναδρομική έκθεση του Παύλου Σάμιου, που εγκαινιάζεται απόψε στο Μουσείο Μπενάκη της Πειραιώς.
Τα έργα, από τις αρχές του 1960 έως σήμερα, ξεχειλίζουν από ενέργεια και μαρτυρούν την παραγωγικότητα του ζωγράφου, την πίστη του στην παραστατικότητα «σε μία εποχή που φοβάται τα περιγράμματα επειδή τα ταυτίζει με τη δογματικότητα» αναφέρει στο ΑΠΕ- ΜΠΕ ο Παύλος Σάμιος, ο οποίος αυτοπροσδιορίζεται ως «παραδοσιακός μεταμοντέρνος» ζωγράφος. Μάλιστα, όσο μεγαλώνει, όπως αποδεικνύουν τα πιο πρόσφατα έργα του, της δεκαετίας 1990- 2000, γίνεται περισσότερο αφαιρετικός γιατί «το πέρασμα του χρόνου σε φέρνει σε μία ανάγκη να μείνεις όλο και με λιγότερα».
Ο ζωγράφος αντλεί τα θέματά του από την καθημερινότητα και ταυτόχρονα από το τυχαίο. Η διασταύρωση κάποιου βλέμματος, ένα νεύμα, μία ανεπαίσθητη κίνηση, μπορεί κατά κάποιο τρόπο να δώσουν το έναυσμα για το ζωγραφικό αφήγημά του.
Ο Παύλος Σάμιος γεννήθηκε το 1948 και είναι ο μικρότερος γιος μίας πολυμελούς οικογένειας, με πατέρα τσαγκάρη. «Με έστελνε από τη συνοικία του Ταύρου, όπου ζούσαμε, στα μεγάλα καταστήματα του κέντρου της Αθήνας, σχεδίαζα αναλυτικά τα γυναικεία παπούτσια στο μπλοκ και από τα σχέδιά μου έβγαζε τα μοντέλα των παπουτσιών που κατασκεύαζε» απαντά ο Παύλος Σάμιος σε ερώτηση για την ενότητα της έκθεσης με ζωγραφική πάνω σε τεντωμένο δέρμα, που παραπέμπει στα παλιά βυρσοδεψεία.
Η ζωγραφική διαδρομή του Παύλου Σάμιου ξεκίνησε από τη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, εμπλουτίστηκε στο Παρίσι, όπου έζησε 17 χρόνια, αλλά επέστρεψε γιατί, όπως ομολογεί, του έλειψε το ελληνικό φως. «Το σχέδιο σιγουρεύει τη σύνθεση αλλά δημιουργεί την ανάγκη μίας πάστας χρωμάτων που έχουν ανάγκη τον ήλιο» εξηγεί ο ίδιος.
Η έκθεσή του με τίτλο « Ζωγραφική Απολογία» δεν αναπτύσσεται χρονολογικά και ο τρόπος που διαρθρώνεται αφήνει ελεύθερο τον επισκέπτη να περιηγηθεί και να ανακαλύψει το εικαστικό σύμπαν του ζωγράφου, τους ομότεχνούς του που τον σημάδεψαν, τους μακρινούς και κοντινούς δασκάλους του. Όπως ένα δείγμα από το αφιέρωμα του ζωγράφου στους παίκτες του Σεζάν ή τον Γιάννη Τσαρούχη, τον οποίο απεικονίζει καθισμένο στο άλλοτε καφενείο «Νέον» δίπλα στον Διονύση Φωτόπουλο. Στην ίδια ενότητα είναι και μία θρησκευτική εικόνα που ζωγράφισε ο Παύλος Σάμιος, τεκμήριο της εδώ και χρόνια συνεπούς απόδοσης βυζαντινών εικόνων όπως και αγιογραφιών σε ναούς σε διάφορα σημεία της Ελλάδας.
Στην εκ βαθέων «Ζωγραφική Απολογία» του Παύλου Σάμιου, η σχέση του με περιόδους- σύμβολα του παρελθόντος, όπως η Αρχαιότητα και η Αναγέννηση είναι εμφανής σε πολλούς πίνακές του.
Παράλληλα με την έκθεση, η οποία θα διαρκέσει έως τις 11 Ιανουαρίου, κυκλοφορεί μία μονογραφία αφιερωμένη στο έργο του Παύλου Σάμιου, με την επιμέλεια της Μαρίας Ξανθάκου.