Την ιστορία του ιρλανδού ακτιβιστή σοσιαλιστή Τζίμι Γκράλτον που το 1932 (εποχή της μεγάλης οικονομικής κρίσης) επέστρεψε στην πατρίδα του από την Αμερική για να αγωνιστεί μαζί με τους συμπατριώτες του ενάντια στους πλούσιους γαιοκτήμονες για τα δικαιώματα των φτωχών αγροτών, αφηγείται στην ταινία του «Jimmy’s Hall» ο γνωστός στρατευμένος πολιτικά βρετανός σκηνοθέτης Κεν Λόουτς («Ο άνεμος κουνάει το κριθάρι», «Ψωμί και τριαντάφυλλα», «Γη και ελευθερία»).
Αυτό που ο Τζίμι πετυχαίνει με την επιστροφή του είναι να ξαναφτιάξει το εγκαταλειμμένο Χωλ όπου η κοινότητα της περιοχής του μπορούσε να μάθει να ζωγραφίζει, να διαβάζει ποίηση, να ακούει μουσική, να κάνει όνειρα, και, πάνω απ’ όλα να χορεύει, και να απαιτεί τα δικαιώματά του. Ιστορία, που έμμεσα θυμίζει τη δική μας εποχή με την ανεργία, τη φτώχια, και όλα τα επακόλουθα της οικονομικής κρίσης.
«Η δημιουργία όμως του χώρου αυτού θα τον φέρει σε σύγκρουση με το κατεστημένο: τους πλούσιους κτηματίες (που έδιωχναν από τα σπίτια τους, τους φτωχούς αγρότες), την εκκλησία και τους πολιτικούς. Ο Λόουτς παρακολουθεί από κοντά τον ήρωά του, καταγράφοντας τις σχέσεις του με τους συντρόφους του, με τη μητέρα του, με μια γυναίκα με την οποία ήταν από χρόνια ερωτευμένος αλλά που εγκατέλειψε για να καταφύγει στην Αμερική, ενώ ταυτόχρονα δεν παραμερίζει τη ζωντάνια και τη δουλειά που φέρνει η διψασμένη για μάθηση αλλά και χορό νεολαία, τοποθετώντας τα πρόσωπά του στο συγκεκριμένο κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον, δείχνοντας ταυτόχρονα τις επίμονες (και απαράδεκτες) προσπάθειες του παπά της ενορίας του, καθώς και των μεγάλων τσιφλικάδων, να σταματήσουν τον κόσμο από το να πηγαίνει στην αίθουσα χορού (για τον παπά η μουσική τζαζ είναι «μουσική του διαβόλου») αλλά και τη βία που αρχίζουν να χρησιμοποιούν όταν βλέπουν πως η κοινότητα αρχίζει να αφυπνίζεται και να απαιτεί τα δικαιώματά της», σημειώνει στην κριτική του για το ΑΜΠΕ, ο Ν. Φ. Μικελίδης.
Όπως ανάφερε ο Λόουτς στη συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε τη δημοσιογραφική προβολή της ταινίας του, «για μένα η ιστορία αυτή καταρρίπτει την άποψη ότι η αριστερά είναι βαρετή και εναντιώνεται στο γλέντι και τη διασκέδαση. Το έκανε στην περίπτωση του Τζίμι Γκράλτον και εξακολουθεί να το κάνει. Ταυτόχρονα δείχνει πως η οργανωμένη θρησκεία βρίσκει κοινό έδαφος με τους οικονομικούς παράγοντες. Σήμερα, η εκκλησία, με τα διάφορα σκάνδαλα, έχασε τη δύναμή της, αλλά την εποχή που εκτυλίσσεται η ιστορία μας η εξουσία της εκκλησίας ήταν ολοκληρωτική- οι παπάδες είχαν τέτοια δύναμη, που κατά κάποιο τρόπο, θεωρούνταν μάγοι».