«Η τεράστια ταραντούλα που αιωρείται μπροστά από το στόμα μου, μπορεί να είναι νεκρή, αλλά είναι ακόμη τρομακτική». Με τον τρόπο αυτό ξεκινά την αφήγησή του ένας αρθρογράφος του CNN, σε άρθρο σχετικά με την εμπειρία του να μαγειρεύεις και να τρως μια ταραντούλα στην Καμπότζη.
«Αντικειμενικά, δεν έχει άσχημα γεύση, είναι στο στυλ της γαρίδας», εξηγεί αν και όπως προσθέτει -δεδομένου ότι οι επιστήμονες πιστεύουν πως η γεύση επηρεάζεται από την εμφάνιση και μυρωδιά του φαγητού- το «τριχωτό τέρας» είναι σιχαμερό!
«Δεν έχει καμία σημασία ότι τηγάνισμα την ταραντούλα μόνος μου με τον παραδοσιακό τρόπο υπό τις οδηγίες ενός ειδικού στη μαγειρική αραχνών. Η μυρωδιά και η γεύση του σκόρδου δεν μπορεί απλά να ξεπεράσει την εφιαλτική εμφάνιση του σνακ μου».
Σε άλλες ασιατικές χώρες, εξηγεί ο αρθρογράφος Ronan O’Connell, ντόπιοι πουλούν μαγειρεμένα έντομα σε τουριστικές και τα τρώνε οι ίδιοι για να τους τραβήξουν φωτογραφίες. Ωστόσο, η πλειοψηφία των ντόπιων κανονικά δεν επιθυμεί να τα φάει, το κάνει απλά για τους τουρίστες. Κάτι που δεν ισχύει για τις ταραντούλες στην Καμπότζη. Εκεί οι συγκεκριμένες αράχνες θεωρούνται εκλεκτός μεζές και οι μεγάλες μπορούν να πωληθούν μέχρι και για 1 δολάρια, σημαντικό ποσό δεδομένου ότι ο κατώτατος μισθός είναι γύρω στα 6 δολάρια την ημέρα.
Ο καθηγητής μαγειρικής Ouch Ratana κάνει ακριβώς αυτή τη δουλειά. «Μερικές μέρες, μπορώ να πουλήσω δεκάδες. Είναι πεντανόστιμες, ένα τέλειο σνακ μαζί με κρύα μπύρα ή ριζό-κρασο. Είναι όμως πολύ ακριβές κι έτσι οι άνθρωποι τις τρώνε απλά σε ειδικές περιστάσεις, ίσως σε ένα πάρτι γενεθλίων οπότε και ο καθένας θα φάει μία ή δύο».
Όπως εξηγεί, οι ταραντούλες εντάχθηκαν λόγω ανάγκης στην κουζίνα της Καμπότζης. Η φτώχια και η πείνα ήταν τόσο μεγάλη την περίοδο της κυριαρχίας των Κόκκινων Χμερ που οι άνθρωποι έτρωγαν οτιδήποτε ζωντανό θα μπορούσαν να πιάσουν. Μερικά από αυτά είχαν καλή γεύση, όπως οι ταραντούλες, οι σκορπιοί, οι μεταξοσκώληκες και οι ακρίδες, κι έτσι παρέμειναν στη διατροφή των ανθρώπων.
Όσο για το πώς μαγειρεύεται μια ταραντούλα;
Αρχικά πρέπει να τις πιάσουν σε περιοχές που έχουν φωλιές. Μόλις βρουν μία, πρέπει να την σκοτώσουν, είτε με μαχαιριές μέσα στο λαγούμι, είτε γεμίζοντάς το καυτό νερό.
Κατόπιν θα μαγειρευτούν σε γουόκ αφού όμως πρώτα βυθιστούν σε ένα μπολ και υγρό με γαλακτώδη εμφάνιση, ένα μείγμα από ζάχαρη, αλάτι, καρυκεύματα, σκόνη από κοτόπουλο και νερό.
Αφότου οι αράχνες μουλιάσουν για τα καλά, κατόπιν έρχεται η ώρα του τηγανίσματος που όμως δεν πρέπει να κρατήσει πάνω από 45 δευτερόλεπτα στο καυτό λάδι. «Αυτό τις κάνει τραγανές από έξω, μαλακές από μέσα», λέει ο ειδικός.