Η οροσειρά Χαρτζ της Κάτω Σαξονίας συνδέεται ιστορικά με μάγισσες, πνεύματα και μαύρη μαγεία.
Ιδιαίτερα η ψηλότερη βουνοκορφή της, το περιβόητο Μπρόκεν, έχει ζήσει στο παρελθόν μεγάλες αποκρυφιστικές δόξες.
Κι έτσι δεν θα μπορούσε να διαλέξει ιδανικότερο μυστηριακό μέρος ένας γενναίος σκεπτικιστής το 1932 για να τσεκάρει τις φερόμενες μαγικές ιδιότητες του βουνού.
Το όλο εγχείρημα θα περιστρεφόταν μάλιστα γύρω από ένα τελετουργικό που θα μετέτρεπε ένα κατσικάκι σε ανθρωπάκι!
Ο σκεπτικιστής μας ήταν ο Χάρι Πράις, ένας πρώιμος ερευνητής του παραφυσικού που δεν είχε σε μεγάλη υπόψη τη μεταφυσική. Στη μακρά του καριέρα άλλωστε είχε κηρύξει τον πόλεμο στις απόκοσμες δυνάμεις θέλοντας να εγκαθιδρύσει τον Ορθό Λόγο και το επιστημονικό πνεύμα στην καρδιά των καλά εδραιωμένων προλήψεων και δεισιδαιμονιών.
Μέχρι να ανέβει εξάλλου στο ψηλότερο σημείο του Χαρτζ, είχε ήδη αρκετές νίκες στη φαρέτρα του, έχοντας υποτάξει τους πνευματιστές σε τρανές δημόσιες δοκιμασίες, αποκαλύπτοντας απάτες με το τσουβάλι και ξεμπροστιάζοντας μέντιουμ και «ψυχικούς φωτογράφους» και τουλάχιστον μία ομιλούσα μαγκούστα!
Τώρα βέβαια ο στόχος του ήταν ακόμα υψηλότερος, μιας και το μαγικό τελετουργικό στη γερμανική βουνοκορφή αντλούσε την καταγωγή του, μερικώς τουλάχιστον, από κανέναν άλλο από τον ίδιο τον Γκαίτε! Ο οποίος είχε όσο να πεις ένα ερευνητικό ενδιαφέρον για το μεταφυσικό και το απόκρυφο και είχε ανέβει μάλιστα ως το Μπρόκεν. Το δρομάκι που ακολούθησε για τη βουνοκορφή ονομάζεται εξάλλου ακόμα και σήμερα «Μονοπάτι Γκαίτε».
Ο φοβερός και τρομερός Γκαίτε είχε εντυπωσιαστεί, όπως μας παραδίδεται, από τη μυστηριακή ατμόσφαιρα της οροσειράς, γι’ αυτό και έβαλε να εκτυλίσσονται εκεί αρκετά περιστατικά από το κλασικό αριστούργημά του «Φάουστ». Όπως η σουρεαλιστική σκηνή κατά την οποία ο διαβολικός Μεφιστοφελής οδηγεί τον σεβάσμιο δρα Φάουστ στο Μπρόκεν μέσα σε ένα μυστηριακό σκηνικό με μάγισσες και μια γοργόνα!
Ο Γκαίτε πέθανε μεν το 1832, η κληρονομιά που άφησε ωστόσο στην οροσειρά Χαρτζ δεν θα πέθαινε ποτέ. «Ο παγανισμός δεν θα έσβηνε από τη χώρα του Χαρτζ», θα παρατηρούσε τουλάχιστον μια εκατονταετία αργότερα ο Πράις. Ο οποίος στην επέτειο των εκατό χρόνων από τον θάνατο του σπουδαίου συγγραφέα τον θυμήθηκε, όταν και θα ξεκινούσε τις δικές του φεστιβαλικές εκδηλώσεις…
Εκείνη τη χρονιά λοιπόν ο ερευνητής Χάρι Πράις και ο βρετανός φιλόσοφος C.E.M. Joad, μεγάλη διασημότητα στη χώρα του από τη ραδιοφωνική του εκπομπή που έκανε δημοφιλή τη φιλοσοφία στο Νησί, οργάνωσαν το δικό τους ξόρκι στο μαγικό βουνό. Σύμφωνα με τα όσα αποκαλύπτει στο βιβλίο του «Εξομολογήσεις ενός κυνηγού φαντασμάτων», ο Πράις έβαλε κάποια στιγμή στο χέρι ένα διασκεδαστικό γριμόριο, ένα πρακτικό εγχειρίδιο για μαγικές ιεροτελεστίες, φυλακτά και επίκληση πνευμάτων δηλαδή, όταν και του ήρθε η φαεινή ιδέα.
Το «Μεγάλο Γερμανικό Μαύρο Βιβλίο» περιείχε έναν αριθμό από ξόρκια και μαγικά και θα αποδεικνυόταν το διαβατήριο του Πράις για την παραστασούλα του. Όταν έμαθαν ότι είχε στην κατοχή του έναν τέτοιο μεσαιωνικό θησαυρό, οι διοργανωτές της «Εκατονταετηρίδας του Γκαίτε» τον κάλεσαν αμέσως να έρθει και να κάνει μια μικρή επίδειξη των μαγικών δυνάμεων του βιβλίου.
Ο Πράις δεν θα άφηνε την ευκαιρία να περάσει, καθώς είχε κηρύξει όπως είπαμε τον ανένδοτο στις μεταφυσικές πλεκτάνες. Ο ίδιος το είπε πάντως κάπως διαφορετικά, ότι η περίσταση ήταν ιδανική «για να τονίσω την απόλυτη ματαιότητα των αρχαίων μαγικών πρακτικών στις συνθήκες του 20ού αιώνα».
Ένα από τα ξόρκια του βιβλίου λεγόταν «Bloksberg Tryst» και προοριζόταν να μετατρέπει μικρά κατσικάκια σε εξίσου μικρά αγοράκια. Το «Bloksberg» ήταν το παλιότερο όνομα του Μπρόκεν, γι’ αυτό και το ξόρκι εξηγούσε καθαρά πως για να πετύχει το μαγικό θα έπρεπε να γίνει πάνω στη συγκεκριμένη βουνοκορφή και μάλιστα κάτω από τη χειμωνιάτικη πανσέληνο.
Σύμφωνα με το περίτεχνο τελετουργικό, το κατσικάκι όφειλε να οδηγηθεί με μεταξένιο λουρί από «μια κόρη αγνή στην καρδιά μέσα σε ένα ωραίο λευκό φόρεμα». Λιβάνι έπρεπε να καίει ολόγυρα, αλλά και μια φωτιά από πεύκα. Μέσα σε έναν μαγικό κύκλο που θα ζωγραφιζόταν στο έδαφος, η κόρη έπρεπε να γυρίσει το κατσικάκι τρεις φορές, να ρίξει μετά κρασί πάνω στο κεφάλι του και να αναφωνήσει τις μαγικές λέξεις «Procul O procul este profane – Begone, begone, ye profane ones».
Μόλις το ξόρκι θα ξεκινούσε να δουλεύει, το φεγγάρι θα σκοτείνιαζε και η κόρη θα έπρεπε να καλύψει στα γρήγορα το κατσικάκι με ένα λευκό σεντόνι. Όταν θα αφαιρούνταν το κάλυμμα λίγο αργότερα, το κατσικάκι θα είχε δώσει τη θέση του σε ένα αγοράκι.
Ο Πράις, θέλοντας να κάνει το μαγικό σωστή ταφόπλακα για τη μεταφυσική, έσπευσε να καλέσει δημοσιογράφους, φωτογράφους και εκδότες στο μαγικό πείραμά του. Κι έτσι, εντελώς ατάραχα και χωρίς τίποτα το περίεργο, στις 17 Ιουνίου 1932 ο ερευνητής μας προσπάθησε να μετατρέψει μια κατσίκα σε άνθρωπο!
Για τον ρόλο της κόρης, έφερε μαζί του τη θυγατέρα ενός δικηγόρου από το Μπρεσλάου, η οποία φόρεσε υπάκουα το κατάλευκο φόρεμα που θεώρησε ιδανικό για την περίσταση ο Πράις. Αναβιώνοντας μάλιστα τη σκηνή όπως την οραματιζόταν το γριμόριο, ο Πράις έφτιαξε ένα πραγματικό μεταφυσικό υπερθέαμα. Όπως μας λέει μάλιστα σχετικά, ήταν όλα τους τόσο μυστηριακά που το μόνο που έμοιαζε παράταιρο ήταν οι δημοσιογράφοι και οι φωτογράφοι που καραδοκούσαν στην περιφέρεια του κύκλου.
Αν εξαιρέσεις τα πυκνά σύννεφα που κάλυπταν τη Σελήνη εκείνο το βράδυ, όλα τα άλλα πήγαν ως όφειλαν. Εκτός φυσικά από το γεγονός ότι το πράγμα δεν δούλεψε. Και δεν δούλεψε καθόλου! «Οι αναφορές του Τύπου για τη δοκιμή αυτή έδιναν έμφαση στο γεγονός ότι ‘‘η κατσίκα παρέμεινε κατσίκα’’, λες και περίμεναν πραγματικά οι δημοσιογράφοι την εμφάνιση του μαγικού Αδώνιδος», μας κατατοπίζει σχετικά ο Πράις.
Για χάρη της επιστήμης πάντα, ο Πράις και το παράξενο παρεάκι του επέστρεψαν την επόμενη νύχτα και πάλι στη βουνοκορφή, αφήνοντας αυτή τη φορά τον Τύπο κατά μέρος. Εκτέλεσαν λοιπόν το ξόρκι και δεύτερη φορά και, χωρίς καμία έκπληξη, το μαγικό και πάλι δεν έλαβε χώρα.
Παρά το γεγονός ότι υπήρξαν κάποιες εφημερίδες που λοιδόρησαν το πείραμα ή χλεύασαν τον εμπνευστή του, το όλο εγχείρημα έγινε εν πολλοίς δεκτό με θετικό τρόπο. Ο Πράις μας λέει σχετικά: «Οι περισσότερες εφημερίδες συνειδητοποίησαν πως η δοκιμασία τέτοιων πειραμάτων αξίζει και η ‘‘Evening Standard’’ σχολίασε (18 Ιουνίου 1932) πως ‘‘η διερεύνησή τους είναι ένα βήμα εμπρός στην πρόοδο της επιστήμης … Ο πραγματικός επιστήμονας ερευνά τη σημασία όλων των φαινομένων χωρίς προκατάληψη’’».
Ο αποκρυφιστικός θρύλος συνεχίζει να ζει και να βασιλεύει στο Μπρόκεν ως απομεινάρι του ένδοξου μεσαιωνικού παρελθόντος της Ευρώπης. Για τουλάχιστον μία φορά όμως, ο Πράις προσπάθησε να φέρει την πραγματική μαγεία στη βουνοκορφή, έστω κι αν αυτή αποδείχτηκε εξαιρετικά ντροπαλή…