Τόσο ο Σακαφλιάς όσο και τα Τρίκαλα έγιναν πασίγνωστα στην Ελλάδα από το βαρύ ζεϊμπέκικο του Βασίλη Τσιτσάνη που ηχογράφησε το 1938. Μέσα στα χρόνια, ο Σακαφλιάς θα γινόταν θρύλος, καθώς ο μύθος του έμοιαζε για άγνωστο λόγο ακαταμάχητος. Πιθανότατα για αυτόν τον στίχο «Δυο μαχαιριές του δώσανε και κάτω τον ξαπλώσανε». Δεν ήταν λίγοι αυτοί που αναρωτιούνται ποιος ήταν ο Σακαφλιάς του τραγουδιού και ποιος αυτός που τον σκότωσε. Όταν μάλιστα έγινε γνωστό πως ο Σακαφλιάς δολοφονήθηκε πισώπλατα και πως ο δράστης του αυτοκτόνησε αργότερα, ο τύπος μετατράπηκε σε σωστό λαϊκό φαινόμενο! Οι Τρικαλινοί έφτασαν να αποκαλούνται στην αργκό «Σακαφλιάδες», αφήνοντας το υπαρκτό πρόσωπο στην αχλή του Μεσοπολέμου. Και τι κρίμα για το αλάνι που σεργιανούσε άλλοτε στα κακόφημα σοκάκια των Αθηνών, πριν τον φάνε μπαμπέσικα κάτι μαχαιροβγάλτες στις φυλακές των Τρικάλων, εκεί στα «δυο στενά». Πριν το άσμα του μεγάλου Τσιτσάνη στοιχειώσει τα Τρίκαλα και το ρεμπέτικο λίγο-πολύ, ο Σακαφλιάς γοήτευε τα πλήθη με το ακατανόητο μυστήριο που εξέπεμπε ο θρύλος του, παρά το γεγονός ότι δεν σερνόταν ξοπίσω του τίποτα ηρωικό ή αγωνιστικό! Κι όμως, σε πείσμα της ίδιας της Ιστορίας, ο Σακαφλιάς επιβίωσε ως λαϊκός μύθος και ήταν μάλλον το αμφιλεγόμενο της ιστορικής του διάστασης που τόνιζε το δυσδιάκριτο του χαρακτήρα του. Ο θρύλος επιβιώνει στα κενά της Ιστορίας και πουθενά δεν είναι πιο ευδιάκριτο αυτό από τον τύπο που φάγανε στα Τρίκαλα στα δυο στενά. Έκτοτε ο Σακαφλιάς θα απασχολήσει ιδιαιτέρως τις τέχνες και τα γράμματα, λες και ο πολιτισμός τον έψαχνε επιστρατεύοντας τη μουσική, την ποίηση, την πεζογραφία, το θέατρο, τον κινηματογράφο, τη ζωγραφική και τη φωτογραφία ακόμα για να ιχνογραφήσει την ιστορία του. Τίποτα ωστόσο δεν θα διέγραφε λαμπρότερη πορεία από τον τσιτσανικό «Σακαφλιά» (ή και «Σαρκαφλιά»), το τραγούδι που ακούμπησε τις καρδιές των λαϊκών στρωμάτων: «Στα Τρίκαλα στα δυο στενά σκοτώσανε το Σαρκαφλιά / Δυο μαχαιριές τον δώσανε και κάτω τον ξαπλώσανε / Τέτοιο δερβίσικο παιδί τον κλαίμε όλοι μας μαζί / Δεν τον ξεχνούμε βρε παιδιά τον φίλο μας το Σαρκαφλιά». Ένα άσμα που μιλούσε για ένα φονικό δηλαδή! Πλέον τόσο η λαογραφία όσο και η ερευνητική μας παράδοση έχουν αποτυπώσει διάφορες εκδοχές της βιογραφίας του και πιθανότατα ο Σακαφλιάς έζησε και έδρασε στις αρχές του 20ού αιώνα, πριν χάσει τη ζωή του στα Τρίκαλα. Κι εκεί εξαντλείται η συναίνεση των μελετητών, καθώς η τεκμηρίωση είναι ελλιπής και συχνά δεν υπάρχει τίποτα το επιβεβαιωμένο να πεις. Ούτε για το όνομά του δεν συμφωνούν οι ερευνητές! Κι έτσι τον συναντάμε φυσικότατα ως Σακαφλιά, Σαρκαφλιά, Σακαβλιά, Σακαβιά ή ακόμα και Καβλιά. Στα Τρίκαλα δεν απαντάται εξάλλου καμιά φάρα Σακαφλιάδων, κάτι που υποδεικνύει ότι ενδεχομένως ήταν ψευδώνυμο ή ο άντρας δεν ήταν Τρικαλινός. Αν ήταν όντως παρατσούκλι, ο «Σαρκαφλιάς» θα ήταν «φίλος της σάρκας», κάτι που ενδεχομένως αποκαλύπτει αρκετά για τις προτιμήσεις και τη δράση του. Οι αποσπασματικές βιογραφίες του δεν συμφωνούν σχεδόν σε τίποτα, ούτε καν για τον τόπο του εγκλήματος. «Δυο στενά» αποκαλούσαν συνήθως τις φυλακές των Τρικάλων, αλλά και την κακόφημη συνοικία της πόλης. Άλλοι πάλι λέγανε πως τον σκότωσαν στα στενά του Βαρουσιού Τρικάλων ή ακόμα και στο χωριό του, το Καλλιφώνι Καρδίτσας. Άλλοι πάλι πως δεν τον σκοτώσανε καν, αλλά πως σκότωσε αυτός! Όσο για το ποιοι τον φάγανε, εκεί να δεις! Άλλοι ορκίζονται ότι τον σκότωσαν οι νταβατζήδες ή τα τσιράκια του υπόκοσμου, άλλοι ότι τον έφαγε ένας συγκρατούμενός του στη φυλακή, άλλοι ότι τον έβγαλε από τη μέση ένας βαρύμαγκας για λογαριασμό πλούσιου αντίζηλού του, άλλοι μιλούν για συνεργούς ενός χωροφύλακα και άλλοι τέλος πως έπεσε θύμα ξεκαθαρίσματος λογαριασμών. Κι αυτά δεν είναι παρά η αρχή…
Ίχνη βιογραφίας
Μια διαδεδομένη άποψη για τον Σακαφλιά του δίνει και μικρό όνομα. Ο Γιώργος Σακαφλιάς λοιπόν γεννιέται το 1899 στην Αθήνα και διαμένει στο Θησείο. Το πραγματικό του όνομα είναι εδώ Χαρίλαος Χαραλάμπους και το «Σακαφλιάς» δεν είναι παρά το παρατσούκλι του. Λέγανε πως ήταν άντρας ωραίος σαν τα κρύα τα νερά και γνωστό κουτσαβάκι της περιοχής. Ο Σακαφλιάς καταβυθίστηκε στο περιθώριο ως μαστροπός και μικροκακοποιός. Το 1926, σε ηλικία 27 ετών, συνελήφθη, καταδικάστηκε και μεταφέρθηκε στις φυλακές Τρικάλων. Όπως ξέρουμε από τη λαογραφία μας, οι φυλακές του Μεσοπολέμου είχαν κι αυτές τον αρχηγό τους, τον «τσιρίμπαση», κάποιον εγκληματία περιωπής δηλαδή που σέβονταν και φοβόνταν όλοι και λειτουργούσε ως γενικός δερβέναγας στην μπουζού. Στα Τρίκαλα αυτός ήταν ο Αυλωνίτσης με το όνομα, ο οποίος έπαιρνε το ποσοστό του από κάθε παρτίδα μπαρμπούτι που παιζόταν στα κελιά. Θες γιατί δεν ήξερε, θες γιατί διεκδικούσε τη θέση του στην ιεραρχία της φυλακής, ο Σακαφλιάς αψήφησε μια μέρα τον ηλικιωμένο κακοποιό που είχε πυροβολήσει άλλοτε έναν ενωμοτάρχη και του ’ριξε μια κλοτσιά. Κάτι που δεν ξέχασε φυσικά ο τσιρίμπασης και μέσα σε λίγες μέρες είχε έτοιμη την εκδίκησή του. Και το όνομα αυτής «τηγάνι με μαριδάκι»! Κάλεσε τον Σακαφλιά δηλαδή στο πλυσταριό της φυλακής, εκεί στα «δυο στενά», για να του τηγανίσει ψαράκι και να αφήσουν πίσω τις διαφορές τους. Ο Αυλωνίτσης είχε πριονίσει ωστόσο το χερούλι του τηγανιού μετατρέποντάς το σε φονικό όπλο. Μόλις εμφανίστηκε ο ανυποψίαστος Σακαφλιάς, τον έφαγε πισώπλατα με απανωτές μαχαιριές, ξεψυχώντας επιτόπου…
Σακαφλιάς και Τσιτσάνης
Όλα αυτά έγιναν το 1927, όταν ο Βασίλης Τσιτσάνης ήταν παιδί 12 χρονών ακόμα. Μεγάλωσε όμως με τη διήγηση στα αυτιά του, αλλά και με την παράδοση των ρεμπετών να μετατρέπουν σε τραγούδια ιστορίες κακοποιών. Κι έτσι είχε έτοιμο το υλικό της έμπνευσής του, το στυγερό έγκλημα της φυλακής δηλαδή που είχε συγκλονίσει την τρικαλινή κοινωνία της εποχής! Ο Τσιτσάνης μετέτρεψε το θύμα του εγκλήματος σε λαϊκό ήρωα, καθώς όλοι στην πόλη ήξεραν ότι τα «δυο στενά» ήταν οι δύο στενοί διάδρομοι του προαυλίου της φυλακής Τρικάλων που κύκλωναν τους θαλάμους των κρατουμένων. Γιατί όμως «φίλος» και «ντερβίσης» ο Σακαφλιάς; Πιθανότατα γιατί ήταν νέος ακόμα, κι έτσι κέρδισε τη συμπάθεια του λαϊκού βάρδου, μας λένε κάποιοι μελετητές του έργου του Τσιτσάνη.
Όσο για τον Αυλωνίτση, όταν αποφυλακίστηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο, πήγε στην Πάτρα και έπιασε δουλειά πού αλλού, σε χαρτοπαιχτική λέσχη. Όταν πέθανε ο ιδιοκτήτης της λέσχης, ήταν υπέργηρος πια και εξαθλιωμένος και τώρα έκανε το μόνο που μπορούσε για να θρέψει την ύπαρξή του: να ζητιανεύει. Έγινε περίγελος της κοινωνίας και σαν παλιός μάγκας που ήταν, δεν άντεξε μας λένε τον εξευτελισμό, με αποτέλεσμα να δώσει τέλος στη ζωή του πέφτοντας στις γραμμές του τρένου. Κι αυτή δεν είναι παρά η πρώτη εκδοχή της ιστορίας μας…
Σακαφλιάς και Πετρόπουλος
Ο σημαντικός μελετητής του ρεμπέτικου τραγουδιού Ηλίας Πετρόπουλος έδωσε τη δική του εκδοχή για τον θρύλο του Σακαφλιά τον Μάρτιο του 2000 μέσα από τις σελίδες της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία». Ο Πετρόπουλος αναζήτησε τον Σακαφλιά μέσα από το ποινικό του μητρώο, καθώς τον ήξερε καλά από το βιβλίο του για τα «Ρεμπέτικα» και τα τόσα τραγούδια που είχαν γραφτεί για πάρτη του. Και δεν βρήκε τίποτα! «Δεν ξέρουμε ούτε καν το όνομα του Σακαφλιά, που άλλοι τον λένε Σακαβλιά κι άλλοι Σαρκαφλιά», μας λέει ο Πετρόπουλος. Ο οποίος βρέθηκε στις φυλακές των Τρικάλων το 1969 και συνομίλησε «με τον δις ισοβίτη Σωτήρη Γκόγκο, που το 1924 ήτανε στην ίδια φυλακή και υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας του Σακαβλιά – έτσι τον έλεγε. Ο Γκόγκος μου περιέγραψε τον Σακαφλιά σαν έναν ψηλό, καλοκαμωμένο, περήφανο μάγκα, περίπου τριάντα χρονώ». Ο Γκόγκος του εξομολογήθηκε πως πράγματι αιτία της δολοφονίας του Σακαφλιά ήταν το «βιδάνιο» της φυλακής, το ποσοστό που έπαιρνε ο τσιρίμπασης από την τράπουλα ή την μπαρμπουτιέρα. Ο Γκόγκος του είπε πως ο Αντωνίτσης (και όχι Αυλωνίτσης) δεν ήταν τσιρίμπασης, αλλά «ένας ηλικιωμένος αλανόμαγκας» που έστειλε το αφεντικό για να βγάλει από τη μέση τον Σακαφλιά. Όσο για το φονικό, λαμβάνει εδώ χώρα το 1924. «Ο Αντωνίτσης σκότωσε τον Σακαφλιά με μια ουρά τηγανιού. Η ουρά του τηγανιού υπήρξε ένα τρομερό παραδοσιακό όπλο της φυλακής. Έπαιρναν ένα τηγάνι, έκοβαν τα τρία πριτσίνια που στερέωναν την ουρά και μετά ακόνιζαν την ουρά στις πλάκες της φυλακής», λέει ο Πετρόπουλος, μην επιβεβαιώνοντας ωστόσο την εκδοχή του τραταρίσματος με τη μαρίδα. Όσο για τα δυο στενά, ο μελετητής μάς λέει: «Έτσι λέγανε δύο στενούς διαδρόμους ανάμεσα στο κυρίως κτίριο και τον ψηλό εξωτερικό τοίχο. Στα Δυο Στενά γινόντουσαν οι εκβιασμοί και τα καθαρίσματα. Οι τραυματισμοί και οι φόνοι έπαιρναν κι έδιναν. Εκείνη την εποχή, στις σκοπιές φυλάγανε φαντάροι. Οι φύλακες δεν έμπαιναν ποτέ μες στη φυλακή. Μόνον ο επιστάτης έμπαινε στους θαλάμους». Ο Πετρόπουλος τελειώνει τη δική του διήγηση ως εξής: «Αργότερα διάφοροι Πειραιώτες γεροντόμαγκες μου είπανε ότι ο Σακαφλιάς ήταν ασίκης, φίλος του ξακουστού νταή Νίκου Σκριβάνου. Ο Αντωνίτσης, γέρος πια, γύρισε στον Πειραιά, περιφρονούμενος από όλους. Αυτοκτόνησε, κάπου ογδόντα χρονών, πηδώντας μπροστά σ’ ένα τρένο των ΣΠΑΠ», επικαλούμενος ανεξάρτητες μαρτυρίες και πηγές που ήξεραν πρόσωπα και καταστάσεις. Σημειώνει πάντως πως «Κατ’ άλλη εκδοχή ο Σακαφλιάς λεγότανε Χαραλάμπους και μαζί με τα δυο αδέρφια του (καπνεργάτες – κουτσαβάκια) έμενε στο Θησείο». Στο τέλος μας παρέχει κι ένα ακόμα τραγούδι που αναφέρεται στον θρυλικό Σακαφλιά, ένα παλιό μουρμούρικο, μάλλον μικρασιάτικο: «Στα Τρίκαλα μες στη στενή βαρέσανε έναν μπελαλή / βαρέσανε τον Σακαφλιά που ’χε ντερβίσικη καρδιά / Στην Προύσα ήταν ξακουστός στη Μενεμένη διαλεχτός / ήταν στο τάγμα Τουμπεκί στη μεραρχία Μελανθή»…
Σακαφλιάς και Μπαγιαντέρας
Ο Δημήτρης Γκόγκος ή «Μπαγιαντέρας» φαίνεται πως είχε κι αυτός μια δική του εκδοχή για τον Σακαβλιά στα απομνημονεύματά του: «Το Σακαβλιά ή Σακαφλιά, όπως τον έλεγαν οι άνθρωποι του υποκόσμου, ποτέ δεν τον γνώρισα, ούτε και είχα άλλωστε την επιθυμία αυτή. Η λαϊκή μούσα του έχει αφιερώσει ένα από τα καλύτερά της τραγούδια, μέσω του φίλου μου του Τσιτσάνη … Αν δεν ήταν ο Τσιτσάνης με το τραγούδι του ο Σακαβλιάς δε θα είχε γίνει θρύλος και το όνομά του δε θα είχε μεταφερθεί παντού», ξεκινά ο μεγάλος Μπαγιαντέρας. Ο οποίος μας αποκαλύπτει πως όταν ο Τσιτσάνης ήταν παιδί ακόμα, κυκλοφορούσαν μερικά αυτοσχέδια στιχάκια στο περιθώριο που έλεγαν «Αντωνίτση κερατά, που σκότωσες το Σακαβλιά». Ο Μπαγιαντέρας μάς λέει πώς γνώρισε τον Αντωνίτση: «Θυμάμαι ότι, όταν βρέθηκα εγώ στη φυλακή -από μια προσωπική περιπέτεια που δεν είναι ανάγκη να αναφέρω εδώ- το έγκλημα δεν είχε γίνει ακόμα. Πρέπει να έγινε στις αρχές του 1927, λίγους μήνες ή το πολύ ένα χρόνο μετά από τη δική μου φυλάκιση, που έγινε το 1926. Στις φυλακές Αιγίνης που ήμουν κρατούμενος, άκουσα για το φόνο, από άλλους κατάδικους που είχαν θετικές πληροφορίες από κρατούμενους άλλων φυλακών, αλλά δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία». Η δολοφονία του Σακαβλιά γίνεται θέμα συζήτησης σε όλες τις φυλακές, εξομολογείται ο Γκόγκος, και οι κρατούμενοι σπεύδουν να τον ηρωοποιήσουν. «Μέσα στο κελί μου είχα δυο συντρόφους, που γνώριζαν το Σακαβλιά από την παιδική του ηλικία, και από αυτούς άκουσα ιστορίες για τη ζωή του και το χαρακτήρα του. Ο Σακαβλιάς ήταν από την Αθήνα και εκεί έκανε πιάτσα για τα πάρε-δώσε που είχε με τις γυναίκες της αμαρτίας, από τις οποίες και τα έπαιρνε … Το επώνυμό του ήταν Σακαβλιάς και το μικρό του όνομα είχα ακούσει, χωρίς να ’μαι γι’ αυτό βέβαιος, ότι ήτανε Σωκράτης». Φυλακή πήγε το 1926 «άλλοι είπαν από σωματεμπόριο και άλλοι από κλοπή», όπου και δολοφονήθηκε από τον Αντωνίτση: «Από το Βόλο ήταν ο Αντωνίτσης … και στα 50 του βρέθηκε πάλι στις φυλακές Τρικάλων, για ένα έγκλημα που διέπραξε από λόγους που δεν πρόκειται να πω ποτέ, γιατί έδωσα το λόγο μου. Με άσπρα μαλλιά πήγε στη φυλακή, και με ισόβια στην πλάτη, και ελάχιστους μήνες πριν πάει στη φυλακή ο Σακαβλιάς». Ο Μπαγιαντέρας επιβεβαιώνει την ιστορία του Πετρόπουλου, ότι ο Σακαφλιάς ήθελε να του φάει τη θέση «στην κονόμα του γέροντα», και αναφέρει την κλοτσιά που έριξε στον Αντωνίτση, την οποία συνόδευσε με μια βρισιά: «Φύγε, ρε κολώγερα». Η φονική ενέδρα στήθηκε με πρόφαση το τρατάρισμα των ψαριών, λέει και ο Γκόγκος: «Πλησίασε ο Σακαβλιάς για να φάει μαρίδες, αλλά έφαγε τόσες μαχαιριές μέχρι που του ’βγαλε τ’ άντερα έξω. Με το χέρι από το τηγάνι τον χτύπαγε ασταμάτητα. Τ’ άντερα βγήκαν στο πάτωμα. Εκεί στο μικρό καμαράκι που ήτανε το πλυσταριό, εκεί που τελειώνει ο διάδρομος των κελιών, εκεί έγινε το φονικό που έμεινε στην ιστορία». Τον Αντωνίτση τον γνώρισε ο Μπαγιαντέρας στις φυλακές της Παλιάς Στρατώνας: «Παρά την πράξη του, που οπωσδήποτε την κατακρίνω, διότι αφαίρεσε ανθρώπινη ζωή χωρίς να έχει τέτοιο δικαίωμα, ήταν καλός μάγκας, σοβαρός, λιγομίλητος, μετρημένος σε όλα του, σωστός και καλός μόρτης»…
Άλλες εκδοχές
Στην εφημερίδα «Καθημερινή» με ημερομηνία 8 Σεπτεμβρίου 1930 υπάρχει ένα δημοσίευμα για ένα φονικό που διέπραξε κάποιος Χαρίλαος Σακαβιάς ή Καραμιχάλης ή Χαραλάμπους. Η ομοιότητα του ονόματος Σακαβιάς με το όνομα Σακαβλιάς έκανε πολλούς ερευνητές να θεωρήσουν ότι πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο. Ο Σακαβιάς γεννήθηκε εξάλλου το 1895 και ήταν κοντά ηλικιακά με τον Σακαφλιά του θρύλου. Ο Σακαβιάς άρχισε από το 1915 να επιδίδεται σε διάφορες μικροκλοπές και διαρρήξεις και έγινε σιγά σιγά γνωστός στον υπόκοσμο των Αθηνών. Τον Απρίλιο του 1930, μας λέει η εφημερίδα, μαχαίρωσε τον Ιωάννη Μερτίκα έξω από το πολιτικό νοσοκομείο για τα μάτια μιας πόρνης. Το 1920 τον βρίσκουμε να εργάζεται σε μια καπνοβιομηχανία ως καπνεργάτης, τον έφαγαν όμως οι μηχανές και βρέθηκε άνεργος. Ανοίγει τότε μια ταβέρνα στο Θησείο, συνεργατικά με τον αδερφό του, και περνά τέσσερα χρόνια ως ταβερνιάρης. Ο αδελφός σκότωσε όμως το 1924 κάποιον Νίκο Τζιώτη σε μια ταβέρνα στο Μετς και καταδικάστηκε σε έξι χρόνια φυλακή. Ο Σακαβιάς αναγκάζεται να κλείσει το μαγαζί και πιάνει δουλειά στον δήμο ως επιστάτης οδοποιίας, απολύεται όμως γρήγορα και πουλά τώρα φρούτα στη λαϊκή αγορά. Τότε πεθαίνει ξαφνικά η γυναίκα του από φυματίωση και μένει μόνος με έξι ορφανά και την ανήμπορη μάνα του. Σαν να μη φτάνουν όλα αυτά, τον παρασύρει ένα αυτοκίνητο και τον τραυματίζει σοβαρά. Και μιας και δεν μπορεί να εργαστεί, του κάνει έξωση από το σπίτι του ο ανάλγητος ιδιοκτήτης, κάποιος Βασιλάκης (ή Βασιλάκος). Ένα μεσημέρι, επιστρέφοντας στην οικία, βρίσκει τα παιδιά, τη μάνα και τα υπάρχοντά του στο πεζοδρόμιο. Τους σπιτώνει σε μια παράγκα στην Αγία Παρασκευή και επιστρέφει για να πάρει πίσω το βιος που είχε κρατήσει ο ιδιοκτήτης ως αποζημίωση για τα νοίκια που του χρωστούσε, το χωνί από το γραμμόφωνο, μια εταζιέρα, τέτοια πράγματα δηλαδή. Το ημερολόγιο γράφει 5 Σεπτεμβρίου 1930 όταν ο Σακαβιάς πάει στο μαγαζί του Βασιλάκου για να του ζητήσει τον λόγο, όταν και δέχτηκε επίθεση από τον τελευταίο με μαχαίρι. Στον καυγά, του παίρνει το μαχαίρι και τον τραυματίζει θανάσιμα. «Ο Χ. Χαραλάμπους όστις εφόνευσε προχθές εις το Θησείον τον τέως ιδιοκτήτην του Βασιλάκην απεστάλη χθές την πρωΐαν εις την εισαγγελίαν», γράφει η «Καθημερινή», σπεύδοντας να σημειώσει πως «Κατ’ ανακοίνωσιν της Αστυνομίας ο φονευθείς ήτο φιλήσυχος άνθρωπος». Η εφημερίδα αποκάλυψε μάλιστα πως πλάι στα νοίκια που χρωστούσε ο δράστης δεν είχε πληρώσει «και τους φόρους Ούλεν και οδοστρωμάτων». Το ίδιο περιστατικό επιβεβαιώνει και η εφημερίδα «Εμπρός» στις 8 Σεπτεμβρίου 1930. Σύμφωνα με άλλη πηγή, ο Σακαφλιάς ήταν τριπολιτσιώτης μάγκας που πουλούσε έρωτα σε ιερόδουλες και τα έφτιαξε με τη λεγάμενη χωροφύλακα που υπηρετούσε στην Τρίπολη. Για να γλιτώσει μάλιστα από το κόρτε του Σακαφλιά, ο χωροφύλακας ζητά μετάθεση στα Τρίκαλα, όπου μετακομίζει με την καλή του, αν και δεν θα γλίτωναν από τον επίμονο αντίζηλο. Η ιερόδουλη δεν τον ήθελε με τίποτα μάλιστα τον Σακαφλιά και δημιουργήθηκε συμπλοκή στο κακόφημο σπίτι των Τρικάλων, όταν και ειδοποιήθηκε η αστυνομία. Η οποία μέχρι να φτάσει εκεί ο Σακαφλιάς ήταν μαχαιρωμένος κατάχαμα στο πεζοδρόμιο, στα «δυο στενά» της κακόφημης συνοικίας. Την ιστορία φέρεται να διηγείται πρωτοξάδελφος του Σακαφλιά από την Τρίπολη. Υπάρχει τέλος και η εκδοχή της ερευνήτριας Μαρούλας Κλιάφα, η οποία δεν βρίσκει πουθενά τον φόνο του Σακαφλιά, ούτε στα μητρώα των φυλακών Τρικάλων ούτε στις τοπικές εφημερίδες της εποχής! Τα δημοσιεύματα του Τύπου μιλούν ωστόσο ξεκάθαρα για άλλα δύο εγκλήματα που έλαβαν χώρα εντός των τειχών της φυλακής την ίδια εποχή και πιθανότατα δεν θα είχαν κανέναν λόγο να κρύψουν το έγκλημα κατά του Σακαφλιά. Στις αρχές Μαΐου του 1926, λαμβάνει χώρα άλλη μια σύρραξη μεταξύ των φυλακισμένων στο κατάστημα των Τρικάλων: «Την πόλιν αναστάτωσαν πυκνοί πυροβολισμοί ριπτόμενοι εις τας φυλακάς», μαρτυρεί η εφημερίδα «Θάρρος» μιλώντας για ξεκαθάρισμα λογαριασμών των τροφίμων και πληροφορώντας μας ότι ομάδα καταδίκων επιτέθηκε σε μια άλλη με ξιφολόγχες και μαχαίρια με αποτέλεσμα να δολοφονηθεί ο ληστής Καραμπάς από τους ζωοκλέφτες Μούρτο και Τσεκούρα, με το ανακριτικό πόρισμα να αποδίδει τη συμπλοκή και σε φυλετικές διαφορές. Η δεύτερη δολοφονία εντός των φυλακών των Τρικάλων συμβαίνει στις 29 Μαΐου 1932 με θύμα τον βαρυποινίτη Δημήτριο Μπελούλη από τον Βόλο και θύτες τους συγκρατούμενούς του Χαράλαμπο Δεληγιάννη (ή Μπάμπο) και Γ. Λαβίδα (εφημερίδες «Αναγέννησις» και «Θάρρος» στις 30 Μαρτίου 1932). Για τον φόνο όμως που η λαϊκή μούσα απέδωσε ως «Στα Τρίκαλα στη φυλακή σκοτώσαν έναν μπεσαλή / βρε Αντωνίτση κερατά που σκότωσες τον Σακαφλιά» δεν υπάρχουν σχετικά δημοσιεύματα του Τύπου… Παρά ταύτα, ο Σακαφλιάς απαθανατίστηκε σε πλήθος ρεμπέτικων και έγινε τελικά ταινία το 1976 από τον Βασίλη Κονταξή με τους Σωτήρη Φούντα και Χριστόφορο Ζήκα. Ο Απόστολος Καλδάρας έγραψε το 1964 την «Καρότσα», όπου μας λέει η αξεπέραστη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση: «Μια βραδιά θα ξεκινήσω με καρότσα της στεριάς / για τα Τρίκαλα να πάω στην πατρίδα της μαγκιάς / Για το Σαρκαφλιά να μάθω ποιος ο λόγος δηλαδή / που απ’ τη ζωή του σβήσαν το καλύτερο παιδί / και στη μνήμη του θα παίξω δυο τραγούδια ταπεινά / και στεφάνι με λουλούδια θα του ρίξω στα στενά / Θα τα πάρω όλα σβάρνα τα κουτούκια στη σειρά / και στ’ απόκρυφα λημέρια που γλεντούσε μια φορά».
Κι αυτό δεν είναι παρά ένα μόνο από τα καμιά δεκαριά ρεμπέτικα και ζεϊμπέκικα που απαθανάτισαν τη μαγκιά του Σακαφλιά… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr