Αντιμέτωπες με τον «εφιάλτη του χρέους», που έχει ανέλθει στα 31,4 τρισεκατομμύρια δολάρια, βρίσκονται οι ΗΠΑ, καθώς αναζητείται η «χρυσή τομή» για το ανώτατο όριο δανεισμού εν μέσω σφοδρής αντιπαράθεσης Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων για την οικονομική πολιτική.
Η Ουάσιγκτον θέτει ένα όριο για τον ομοσπονδιακό δανεισμό, το οποίο εγκρίνεται δια νόμου και δεν μπορεί να αυξηθεί παρά μόνο με το «πράσινο φως» από το Κογκρέσο, δηλαδή τη Βουλή Αντιπροσώπων και τη Γερουσία. Πρόκειται επί της ουσίας για το ποσό με το οποίο εξουσιοδοτείται η κυβέρνηση των ΗΠΑ να δανειστεί προκειμένου να εκπληρώσει τις κρίσιμες υποχρεώσεις και δαπάνες, συμπεριλαμβανομένων των παροχών κοινωνικής ασφάλισης και περίθαλψης, των μισθών στρατιωτικών και δημοσίων υπαλλήλων, της επιστροφής φόρων, αλλά και των τόκων των κρατικών ομολόγων και άλλων πληρωμών.
Όμως η Βουλή των Αντιπροσώπων, που ελέγχεται οριακά από τους Ρεπουμπλικάνους (222 έναντι 213), στα τέλη Απριλίου υιοθέτησε μια πρόταση νόμου που προβλέπει δραστικές περικοπές των δημόσιων δαπανών σε αντάλλαγμα για την αύξηση του ορίου δανεισμού, την οποία ζητάει η κυβέρνηση Μπάιντεν. Το συγκεκριμένο νομοσχέδιο δεν έχει καμία πιθανότητα να εγκριθεί από τη Γερουσία η οποία ελέγχεται από τους Δημοκρατικούς.
Οι Ρεπουμπλικάνοι επιδιώκουν, μέσω και του προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων, Κέβιν Μακάρθι, να διαπραγματευτούν με την κυβέρνηση του Μπάιντεν τις περικοπές δαπανών, ωστόσο ο Λευκός Οίκος επιμένει σε μια αύξηση του ορίου χρέους χωρίς περιορισμούς.
Οι πρώτες επίσημες επαφές την Τρίτη στον Λευκό Οίκο, με τους ηγέτες των Ρεπουμπλικάνων και των Δημοκρατικών στο Κογκρέσο, κατέληξαν σε αδιέξοδο, καθώς οι δύο πλευρές παρέμειναν αμετακίνητες, αν δεν σκλήρυναν τις θέσεις τους. Πολλοί κάνουν λόγο για μια κρίσιμη εβδομάδα, καθώς αναμένεται να υπάρξουν νέες συναντήσεις την Παρασκευή.
Αν δεν αρθεί το αδιέξοδο τότε αναλυτές και αξιωματούχοι μιλούν για τον κίνδυνο της χρεοκοπίας των ΗΠΑ, μια εξέλιξη που θα μπορούσε να προκαλέσει ένα διεθνές ντόμινο με ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Ακόμα όμως και στην περίπτωση που οι ΗΠΑ αποφύγουν τον δημοσιονομικό γκρεμό, οι επιπτώσεις στην οικονομία θα μπορούσαν να είναι πολύ μεγάλες.
Η εκτόξευση του χρέους και η «Ημέρα Χ»
Επί του παρόντος, το ανώτατο όριο έχει τεθεί στα 31,4 τρισεκατομμύρια δολάρια, δηλαδή περίπου στο 120% του ΑΕΠ της χώρας. Είναι γεγονός πως τα τελευταία δύο χρόνια το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ έχει εκτοξευτεί, όπως φαίνεται και στο παρακάτω γράφημα από το BBC, αγγίζοντας το εν λόγω όριο τον Ιανουάριο. Το υπουργείο Οικονομικών αναγκάστηκε σε πρώτη φάση να αναστείλει αρκετά από τα επενδυτικά σχέδια, προωθώντας έκτακτες αλλαγές σε ορισμένους κρατικούς λογαριασμούς.
Την περασμένη εβδομάδα οι αμερικανικές οικονομικές αρχές προειδοποίησαν πως λόγω της κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει το ζήτημα του χρέους, ενδεχομένως να αναγκαστεί να οδηγηθεί ακόμη και σε πλήρη παύση του δανεισμού μέχρι την 1η Ιουνίου. Μια τέτοια απόφαση θα προκαλούσε προβλήματα στις πληρωμές, με το υπουργείο Οικονομικών να σημειώνει πως η γνωστή και ως «Ημέρα Χ» θα μπορούσε να έρθει και νωρίτερα.
Η υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών Τζάνετ Γέλεν παραδέχθηκε πως οι διαφωνίες μεταξύ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων παραμένουν βαθιές, υπογραμμίζοντας την ανάγκη να εξευρεθεί ένας «συμβιβασμός». Σημείωσε όμως ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ «δεν είναι διατεθειμένος να κάνει συμβιβασμούς με το πιστόλι στον κρόταφο, του ίδιου και του αμερικανικού λαού».
Ο ίδιος ο Τζο Μπάιντεν, μετά το αδιέξοδο των συζητήσεων την Τρίτη, απέκλεισε το ενδεχόμενο της κήρυξης στάσης πληρωμών. Ωστόσο υπογράμμισε πως για να αποτραπεί ο κίνδυνος για τη χώρα να βρεθεί αντιμέτωπη με αυτό το άνευ προηγουμένου σενάριο δεν αποκλείεται να επικαλεστεί τη 14η τροπολογία του αμερικανικού Συντάγματος και να προχωρήσει μονομερώς σε αύξηση του ορίου δανεισμού. Σημειώνεται πως μια τέτοια κίνηση αναπόφευκτα θα προκαλούσε μια δικαστική διαμάχη και άρα έναν νέο γύρο κρίσης στις ΗΠΑ.
Το ζήτημα έχει πολιτικοποιηθεί σε τέτοιο βαθμό που πολλοί οικονομολόγοι το χαρακτηρίζουν πλέον ακραία επικίνδυνο. Για αυτό πολλοί εξ αυτών, όπως και οικονομικοί και κοινωνικοί φορείς, προτείνουν ως λύση την οριστική κατάργηση του ανώτατου ορίου δανεισμού. Όπως αναφέρουν ειδικοί «κατά ειρωνικό τρόπο» το όριο νομοθετήθηκε «για να κάνει πιο εύκολη τη ζωή για το υπουργείο Οικονομικών». Σήμερα όμως «κάνει ακριβώς το αντίθετο». «Το καλύτερο σενάριο είναι να καταργηθεί. Ας απαλλαγούμε από ένα μέτρο που θέτει σε ομηρία την οικονομία», αναφέρουν μεταξύ άλλων.
Από την άλλη, η κατάργηση του ανώτατου ορίου χρέους αποτελεί «κόκκινη γραμμή» για τους Ρεπουμπλικάνους, οι οποίοι εκτός από τη δηλωμένη διαφωνία τους στην οικονομική πολιτική των Δημοκρατικών και του Τζο Μπάιντεν, αναμφισβήτητα αξιοποιούν το ζήτημα και για να προκαλέσουν πολιτικό ζήτημα στο αντίπαλο πολιτικό στρατόπεδο, ενόψει και των προεδρικών εκλογών του 2024. Με τον έλεγχο του ορίου δανεισμού, μπορούν να τινάξουν στο αέρα τους σχεδιασμούς των Δημοκρατικών, των οποίων οι οικονομικές προτεραιότητες διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό από αυτές των Ρεπουμπλικάνων, ιδιαίτερα στη διαχείριση των δημόσιων οικονομικών και των ομοσπονδιακών δαπανών.
Επικίνδυνο πολιτικό παιχνίδι με απρόβλεπτες συνέπειες
Το να υποκύψουν οι Δημοκρατικοί και να αλλάξουν το πρόγραμμά τους θα ήταν μια σημαντική νίκη για τους Ρεπουμπλικάνους, οι οποίοι εξάλλου αφού δεν βρίσκονται στην κυβέρνηση δεν θα χρειαστεί και να απολογηθούν προεκλογικά για την οικονομική πολιτική. Ακόμη όμως και στο ενδεχόμενο μιας χρεοκοπίας, οι πολιτικές συνέπειες είναι δύσκολο να προβλεφθούν. Πρόσφατη δημοσκόπηση δείχνει πως η κοινή γνώμη είναι διχασμένη: Το ένα τρίτο των Αμερικανών θα κατηγορούσε τον Τζο Μπάιντεν, το ένα τρίτο θα κατηγορούσε τους Ρεπουμπλικάνους και το ένα τρίτο δηλώνει πως δεν είναι βέβαιο σε ποιον θα χρεώσει το «ναυάγιο».
Για τον Πρόεδρο των ΗΠΑ και τους Δημοκρατικούς, που επιδιώκουν την επανεκλογή τους βάσει των αποτελεσμάτων της διακυβέρνησής τους, τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων προκαλούν εφιάλτες. Οι Δημοκρατικοί θα είναι αυτοί που θα κατηγορηθούν για την αύξηση της ανεργίας και μια οικονομική κρίση. Για αυτό το λόγο δεν είναι λίγα τα στελέχη των Δημοκρατικών που εκτιμούν πως το κόστος μιας κατά μέτωπο σύγκρουσης θα είναι πολύ υψηλότερο από το κόστος παραχωρήσεων στους Ρεπουμπλικάνους. Σημειώνουν δε πως εάν καταφέρουν στις εκλογές να ανακτήσουν τον έλεγχο του Κογκρέσου, τότε θα μπορούσαν να αντιστρέψουν την κατάσταση.
Έτσι ορισμένοι Δημοκρατικοί του Κογκρέσου ζητούν από τον Μπάιντεν να υποχωρήσει και να μην φτάσει την κατάσταση στα άκρα. Στον αντίποδα, εάν ο Πρόεδρος των ΗΠΑ υποκύψει στον εκβιασμό των Ρεπουμπλικάνων ενδεχομένως να εξοργίσει πολλούς στο Δημοκρατικό Κόμμα, καθώς θα φαινόταν αδύναμος, την ώρα μάλιστα που βρίσκονται σε εξέλιξη οι εσωκομματικές διεργασίες για το χρίσμα του υποψήφιου του κόμματος στις Προεδρικές εκλογές και αρκετοί εκφράζουν αμφιβολίες για την ικανότητά του να παραμείνει επικεφαλής και το επόμενο έτος.
Η διαμάχη για το χρέος αποτελεί μέρος της πολιτικής αντιπαράθεσης στις ΗΠΑ για δεκαετίες, όμως επιδεινώθηκε σημαντικά μετά την ενίσχυση της δυναμικής των «δημοσιονομικών γερακιών» στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, από το 2010, και την πολιτική επιρροή από το «Tea Party».
Σε μια αντίστοιχη αντιπαράθεση το 2011, οι Ρεπουμπλικάνοι κατάφεραν να αξιοποιήσουν το ζήτημα του ανώτατου χρέους για να θέσουν όρια στις δαπάνες που σχεδίαζε ο Μπαράκ Ομπάμα. Η ήττα στις διαπραγματεύσεις του Δημοκρατικού κόμματος προκάλεσε τεράστια προβλήματα στη πολιτική του τότε Προέδρου των ΗΠΑ, καθώς επιβλήθηκαν όρια δαπανών για περίπου μια δεκαετία, ενώ προκλήθηκαν αναταράξεις και στις αγορές, οδηγώντας σε μια ιστορική υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας των ΗΠΑ και αύξηση του κόστους δανεισμού της ισχυρότερης οικονομίας στον κόσμο.
Εφιαλτικά σενάρια
Πολλοί οικονομολόγοι προβλέπουν τρομερές οικονομικές συνέπειες σε περίπτωση που η αντιπαράθεση φτάσει στα άκρα. Το εφιαλτικό σενάριο προβλέπει: υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας με σοβαρό αντίκτυπο στο κόστος δανεισμού και το χρέος, αρνητικές επιπτώσεις στο δολάριο και καταστροφικό «ντόμινο» στις χρηματοπιστωτικές αγορές, απώλεια χιλιάδων θέσεων εργασίας σε χιλιάδες και έναν κύκλο ύφεσης.
Η αξιοπιστία των αμερικανικών ομολόγων, που σήμερα αποτελούν δομικά στοιχεία του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος, θα αμφισβητηθεί και η αδυναμία πληρωμής μισθών και συντάξεων θα είναι πολύ πιθανή. Το Reuters αναφέρει πως ήδη επενδυτές φαίνεται να έχουν αποφύγει ομόλογα που λήγουν τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, προσπαθώντας να αποφύγουν τις πληρωμές σε ημερομηνίες όπου ο κίνδυνος αθέτησης χρέους είναι υψηλότερος.