Αντιδράσεις έχουν ξεσπάσει στην Ισπανία από την είδηση ότι απέκτησε παιδί σε ηλικία 68 ετών μέσω παρένθετης μητέρας, η ηθοποιός Άνα Ομπρεγόν, όπου πριν από τρία χρόνια έχασε τον γιο της εξαιτίας του καρκίνου.
Η ηθοποιός η οποία πρωταγωνιστούσε σε ισπανικές τηλεοπτικές σειρές στα τέλη της δεκαετίας του ’90 και στις αρχές του 2000, εικονίζεται στο εξώφυλλο του περιοδικού ¡Hola! Να κάθεται σε αναπηρικό αμαξίδιο, έξω από ένα νοσοκομείο του Μαϊάμι, κρατώντας στην αγκαλιά της ένα νεογέννητο κοριτσάκι. Το ρεπορτάζ, που χαρακτηρίζεται «αποκλειστικό» και τιτλοφορείται «Άνα Ομπρεγόν, μητέρα ενός κοριτσιού μέσω παρένθετης μητρότητας», δεν επικαλείται την ηθοποιό, ούτε κάποια άλλη πηγή. Δεν διευκρινίζεται επίσης αν η παρένθετη μητέρα έλαβε κάποιο χρηματικό αντάλλαγμα.
Η ίδια η Ομπρεγόν ανάρτησε τη φωτογραφία του εξωφύλλου του περιοδικού στο Instagram, με τη λεζάντα: «Μας τσάκωσαν! Ένα φως γεμάτο αγάπη ήρθε στο σκοτάδι μου. Δεν θα είμαι ποτέ ξανά μόνη. ΖΩ ΞΑΝΑ».
Η Ισπανία αλλά και άλλες χώρες της ΕΕ, όπως η Γαλλία, η Γερμανία και η Ιταλία, απαγορεύουν κάθε είδος παρένθετης μητρότητας, ακόμη και την «αλτρουιστική», χωρίς δηλαδή την παροχή κάποιου χρηματικού ανταλλάγματος.
Το ρεπορτάζ για την Άνα Ομπρεγόν αναζωπύρωσε τη συζήτηση για το θέμα στην Ισπανία, όπου τρεις υπουργοί την επέκριναν δημοσίως, αν και η ηθοποιός δεν παρανόμησε στη χώρα της αφού απέκτησε παιδί μέσω παρένθετης μητέρας στο εξωτερικό.
«Είναι μια μορφή βίας σε βάρος των γυναικών» είπε η υπουργός Ισότητας Ιρένε Μοντέρο, σημειώνοντας ότι υπάρχει «σαφής προκατάληψη» απέναντι στις γυναίκες που γίνονται παρένθετες μητέρες λόγω οικονομικής ανάγκης.
Παρόμοιες δηλώσεις έκαναν ο υπουργός Προεδρίας Φελίξ Μπολάνιος και η υπουργός Προϋπολογισμού Μαρία Χεσούς Μοντέρο. «Το σώμα της γυναίκας δεν μπορεί να αγοράζεται ή να νοικιάζεται για να ικανοποιεί τις επιθυμίες του καθενός», σχολίασε ο Μπολάνιος.
Η εμπορική υποκατάστατη μητρότητα είναι μια σύμβαση με την οποία μια γυναίκα συμφωνεί να μείνει έγκυος και να γεννήσει ένα παιδί για λογαριασμό άλλων, με οικονομικά ανταλλάγματα. Οι επικριτές της πρακτικής αυτής την εξισώσουν με την εμπορία ανθρώπων και τα Ηνωμένα Έθνη την χαρακτηρίζουν «πώληση παιδιών υπό τη σκέπη της νομοθεσίας περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων».