Η καλλιέργεια παπαρούνας, από την οποία προκύπτει η πρώτη ύλη στη διαδικασία παραγωγής της ηρωίνης, αυξήθηκε κατά 32% μέσα σ’ έναν χρόνο στο Αφγανιστάν, υποδεικνύει η πρώτη έκθεση του ΟΗΕ για το ζήτημα αφότου ανέκτησαν την εξουσία στη χώρα της νοτιοανατολικής Ασίας οι Ταλιμπάν, τη 15η Αυγούστου 2021.
«Έχει πλέον φθάσει τα 2.330.000 στρέμματα», προειδοποιεί το Γραφείο των Ηνωμένων Εθνών για τον Έλεγχο των Ναρκωτικών και την Πρόληψη του Εγκλήματος (ONUDC), σημειώνοντας πως οι τιμές του οπίου «έχουν απογειωθεί» αφότου οι Ταλιμπάν απαγόρευσαν την καλλιέργεια, τον Απρίλιο του 2022.
Η συγκομιδή αυτής της χρονιάς εξαιρέθηκε κατά μεγάλο μέρος της με διάταγμα. Οι Αφγανοί αγρότες θα πρέπει τώρα να αποφασίσουν στις αρχές Νοεμβρίου εάν θα φυτέψουν παπαρούνες για την επόμενη χρονιά, χωρίς να γνωρίζουν αν ή πώς θα εφαρμοστεί η απαγόρευση, εξηγεί το Γραφείο, το οποίο εδρεύει στη Βιέννη, την πρωτεύουσα της Αυστρίας.
Έχουν «παγιδευτεί στην παράνομη οικονομική δραστηριότητα των οπιούχων», τόνισε η Γάντα Ουάλι, η εκτελεστική διευθύντρια του ONUDC, σύμφωνα με ανακοίνωση Τύπου του Γραφείου. Η 57χρονη Αιγύπτια κάλεσε τη διεθνή κοινότητα να «εντείνει τις παρεμβάσεις της».
Το Αφγανιστάν είναι η χώρα που καταγράφει μακράν τη μεγαλύτερη παραγωγή παπαρούνας στον κόσμο. Από αυτή προκύπτουν το όπιο και η ηρωίνη. «Τα έσοδα των αγροτών από την πώληση οπίου τριπλασιάστηκαν μέσα σε έναν χρόνο», τονίζει το ONUDC.
Αυξήθηκαν από τα 430 εκατομμύρια ευρώ το 2021 σε 1,4 δισεκ. ευρώ το 2022, το υψηλότερο ποσό που έχει καταγραφεί «εδώ και χρόνια». Αντιπροσωπεύει το 29% της αξίας της γεωργικής παραγωγής του Αφγανιστάν στο σύνολό της, από 9% έναν χρόνο νωρίτερα.
Η αύξηση των εσόδων δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη αύξηση της αγοραστικής δύναμης, την ώρα που ο πληθωρισμός επίσης απογειώθηκε την υπό εξέταση περίοδο, με τις τιμές βασικών διατροφικών αγαθών να αυξάνεται κατά μέσον όρο κάπου 35%, επισημαίνει το ONUDC.
Οι κατασχέσεις οπιούχων σε χώρες που γειτονεύουν με το Αφγανιστάν υποδεικνύουν πως η εμπορία οπίου και ηρωίνης στη χώρα κάθε άλλο παρά σταμάτησε.
Το 80 ως 90% των ποσοτήτων του οπίου και της ηρωίνης που διακινούνται παγκοσμίως προέρχεται από το Αφγανιστάν, κυρίως το νοτιοδυτικό τμήμα της χώρας, σύμφωνα με τον ΟΗΕ.
Η καλλιέργεια παπαρούνας είχε επίσης απαγορευτεί για βραχύ διάστημα από τους Ταλιμπάν το 2000, μερικούς μήνες προτού το φονταμενταλιστικό σουνιτικό καθεστώς τους ανατραπεί από διεθνή στρατιωτικό συνασπισμό υπό τις ΗΠΑ σε αντίδραση στις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001.
Τα είκοσι χρόνια του ανταρτοπόλεμου εναντίον των ξένων δυνάμεων και των υποστηριζόμενων από τη Δύση κυβερνήσεων, οι Ταλιμπάν φορολογούσαν βαριά τους παραγωγούς παπαρούνας στις περιοχές υπό τον έλεγχό τους. Η καλλιέργεια μετατράπηκε έτσι σε σημαντική πηγή προσόδων γι’ αυτούς.
Κατά τη διάρκεια της παρουσίας τους στο Αφγανιστάν, οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους στο NATO κατέβαλαν προσπάθειες ώστε να υποκατασταθούν οι καλλιέργειες παπαρούνας με σιτηρά ή σαφράν. Οι πρωτοβουλίες τους απέτυχαν, εν μέρει διότι οι Ταλιμπάν έλεγχαν τις κυριότερες ζώνες όπου καλλιεργείται παπαρούνα.