Παλαιστίνιοι και υπέρμαχοι των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατηγόρησαν σήμερα το Ισραήλ ότι υποκινεί τα στελέχη των δυνάμεων ασφαλείας του να σκοτώνουν σκοπίμως τους φερόμενους δράστες επιθέσεων για να μην αναγκάζεται να τους απελευθερώσει αργότερα στο πλαίσιο ανταλλαγής κρατούμενων, τις οποίες το εβραϊκό κράτος θέλει να σταματήσει.
Η αρθρογράφος της εφημερίδας Χααρέτζ Καρολίνα Λάντσμαν κατηγορεί τις ισραηλινές αρχές ότι προτιμούν «να σκοτώνουν έναν τρομοκράτη επί τόπου αντί να τον προσάγουν στη δικαιοσύνη».
Η τάση αυτή ενισχύθηκε πρόσφατα, καθώς το Ισραήλ δεν επιθυμεί πλέον να ανταλλάσσει Παλαιστίνιους κρατούμενους με Ισραηλινούς ομήρους ή σορούς Ισραηλινών, όπως έκανε στο παρελθόν. «Το κράτος έχει πει ξεκάθαρα ότι δεν επιθυμεί κρατούμενους. Και στην πραγματικότητα το καλύτερο μέτρο για να αποφεύγει να απελευθερώνει κρατούμενους είναι να αρχίσει να μην έχει», τονίζει η Λάντσμαν.
Οι υπέρμαχοι των ανθρωπίνων δικαιωμάτων καταγγέλλουν ότι υποκινητής της νέας αυτής πολιτικής είναι ο Ισραηλινός υπουργός Εσωτερικών Ασφάλειας Γιτζάκ Αχαρόνοβιτς. «Ένας τρομοκράτης που επιτίθεται εναντίον πολιτών είναι ένας νεκρός άνδρας», είχε πει.
Παλαιστίνιοι και μη κυβερνητικές οργανώσεις επισημαίνουν ότι πολλοί φερόμενοι ως δράστες επιθέσεων έχουν σκοτωθεί από την αστυνομία επί τόπου, αν και αρκετοί από αυτούς δεν έφεραν όπλα και θα μπορούσαν να έχουν συλληφθεί, ή τραυματιστεί στα πόδια. Για τη ΜΚΟ B’Tselem, οι δηλώσεις του Αχαρόνοβιτς αποτελούν «μια προκλητική έκκληση (προς τους αστυνομικούς) να παραβιάζουν τον νόμο και να προχωρούν σε εκτελέσεις χωρίς δίκη».
Η παλαιστινιακή ηγεσία έχει καταγγείλει σε επιστολές της προς τον ΟΗΕ «τις εξωδικαστικές εκτελέσεις» και τις «σκόπιμες ανθρωποκτονίες». Η Διεθνής Αμνηστία από την πλευρά της έχει επισημάνει ότι «έχει σοβαρές υποψίες για σκόπιμες ανθρωποκτονίες». Το πρώτο θύμα αυτών των «εκτελέσεων χωρίς δίκη», σύμφωνα με την B’Tselem, ήταν ο Αμπντελραχμάν Σαλόντι, που σκοτώθηκε από την αστυνομία σε μια στάση του τραμ στην Ιερουσαλήμ, όπου είχε ρίξει το αυτοκίνητό του στις 22 Οκτωβρίου σκοτώνοντας δύο ανθρώπους.
Μία εβδομάδα αργότερα η αστυνομία σκότωσε με 22 σφαίρες στο σπίτι του έναν άλλο Παλαιστίνιο, τον Μουάταζ Χιτζάζι, ο οποίος αποπειράθηκε να δολοφονήσει μια προσωπικότητα της εβραϊκής ακροδεξιάς. Στις αρχές Νοεμβρίου ο Ιμπραχίμ αλ Ακάρι, που έριξε το φορτηγάκι του σε έναν σταθμό του τραμ, προτού σκοτωθεί από τα πυρά της αστυνομίας. Και μερικές ημέρες αργότερα οι αστυνομικοί σκότωσαν τον Χάιρ Χάμνταν, έναν Άραβα Ισραηλινό που τους απείλησε με ένα μαχαίρι.
Τέλος, την προηγούμενη εβδομάδα οι αστυνομικοί σκότωσαν τα ξαδέλφια Ουντάι και Γάσαν Αμπού Τζαμάλ οι οποίοι εξαπέλυσαν επίθεση σε μια συναγωγή της Δυτικής Ιερουσαλήμ με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους πέντε άνθρωποι. Εξάλλου τα σπίτια των οικογενειών των Παλαιστινίων αυτών, με εξαίρεση αυτό του Χάιρ Χαμντάν, θα κατεδαφιστούν σύντομα.
Σύμφωνα με την αστυνομία, όλες αυτές οι υποθέσεις ήταν αυτοάμυνα. «Ο νόμος ορίζει τα στάδια. Μεταξύ αυτών υπάρχει αυτό που ο κίνδυνος είναι πραγματικός και άμεσος και απειλεί τη ζωή του αστυνομικού και αθώων γύρω του. Τότε ο αστυνομικός πυροβολεί», εξήγησε η Λούμπα Σάμρι, εκπρόσωπος της ισραηλινής αστυνομίας.
Πέρα όμως από αυτά τα πρόσφατα γεγονότα, ο Σάλεχ Χιτζάζι αρμόδιος της εκστρατείας της Διεθνούς Αμνηστίας στο Ισραήλ και τα Παλαιστινιακά Εδάφη επισημαίνει ότι «υπάρχει μιας αύξηση στον αριθμό των Παλαιστίνιων που σκοτώνονται από τον ισραηλινό στρατό στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη». Γενικά, απέναντι στους Παλαιστίνιους, Ισραηλινοί στρατιώτες και αστυνομικοί «κάνουν χρήση υπέρμετρης βίας», κατήγγειλε ο ίδιος.