Μπορείτε να φανταστείτε τον εαυτό σας αντικαγκελάριο σε μια κυβέρνηση που ένα από τα μέλη της σας έχει χαρακτηρίσει «χοντρό» και «ανίκανο»; Η ερώτηση απευθύνθηκε πρόσφατα στον Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, γνωστό στη Γερμανία ως «Ζίγκι», που θα έχει αυτήν ακριβώς τη θέση στη νέα γερμανική κυβέρνηση. Και η απάντησή του ήταν η εξής: «Αυτός που χρησιμοποίησε αυτόν τον χαρακτηρισμό για μένα έχει κατά το ήμισυ δίκιο. Σε σας εναπόκειται να αποφασίσετε ποιο είναι το ήμισυ!»
Η αλήθεια είναι ότι το «ήμισυ» είναι προφανές. Ο Γκάμπριελ μόνο ανίκανος δεν είναι. Διεξήγαγε με πολύ επιδέξιο τρόπο τις διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης, παρά την ήττα του υποψηφίου του SPD για την καγκελαρία, του Πέερ Στάινμπρουκ. Ένα μέρος της Ευρώπης περιμένει τώρα από αυτόν να επιβάλει στη νέα κυβέρνηση μια κοινωνική στροφή.
Τους τελευταίους μήνες, οι τακτικές ικανότητες του Γκάμπριελ αιφνιδίασαν τους επιφυλακτικούς παρατηρητές. Πρώτα απ’ όλα, δεν θεωρήθηκε υπεύθυνος για το καταστροφικό ποσοστό του κόμματός του στις εκλογές (25%). Η ήττα αυτή θα μπορούσε να του στοιχίσει τη θέση του. Αντί γι’ αυτό, ο Γκάμπριελ πέρασε στην αντεπίθεση και πρότεινε στην καγκελάριο μια κυβερνητική συμφωνία, υπό έναν όρο: να θέσει το τελικό πρόγραμμα υπ’ όψη της βάσης του κόμματός του. Με τον τρόπο αυτό, κατάφερε να επιβάλει στους Χριστιανοδημοκράτες τα βασικά αιτήματα του κόμματός του. «Χάσαμε τις εκλογές, αλλά κέρδισε τις διαπραγματεύσεις», λέει ένας συνεργάτης του.
Το 2009, όταν ο Γκάμπριελ εξελέγη πρόεδρος του SPD, το κόμμα βρισκόταν στα πρόθυρα της διάλυσης. Οι μεταρρυθμίσεις του Γκέρχαρντ Σρέντερ είχαν κοστίσει στο κόμμα δέκα εκατομμύρια ψήφους. Προερχόμενος από την Αριστερά, ο 54χρονος πρώην δάσκαλος απέδειξε πολύ γρήγορα πόσο πραγματιστής είναι. Απευθυνόμενος στη δεξιά πτέρυγα του κόμματός του, που έχει στενές σχέσεις με τους οικονομικούς κύκλους, επαναβεβαίωσε την πίστη του στη δημοσιονομική πειθαρχία. Παράλληλα, όμως, κατήγγειλε τις φιλελεύθερες «υπερβολές» της εποχής Σρέντερ.
Γεννημένος το 1959 στο Γκόσλαρ, ο Γκάμπριελ υπέστη στα τρία του χρόνια το τραύμα του χωρισμού των γονιών του. Στην αρχή έζησε με τον πατέρα του, ο οποίος δεν έχανε ευκαιρία να τον εξευτελίσει, ενώ συχνά τον έδερνε. Όπως θα αποκάλυπτε ο ίδιος σε μια συνέντευξή του που έδωσε πέρυσι στην «Ντι Τσάιτ», ο πατέρας του διατήρησε τις ναζιστικές του πεποιθήσεις μέχρι τον θάνατό του, το 2012. Στο σπίτι του άλλωστε διατηρούσε πολλά ακροδεξιά περιοδικά. Βαριά κληρονομιά για ένα παιδί, το οποίο στα 18 του έγινε μέλος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και επισκέφθηκε στη συνέχεια επανειλημμένα το Ισραήλ. Την ημέρα της κηδείας του πατέρα του, ο Ζίγκμαρ θα έλεγε πάνω από τον τάφο: «Θεέ μου, πόσο πολύ κατέστρεψες τη ζωή μου!»