Στην Γερμανία, σύμφωνα με την Εταιρία για την Γερμανική Γλώσσα, η λέξη της χρονιάς είναι «GroKo» (από τις λέξεις «Grosse Koalition», δηλαδή «μεγάλος συνασπισμός»), καθώς επί σχεδόν τρεις μήνες οι δύο μεγαλύτερες πολιτικές δυνάμεις προσπαθούν να καταλήξουν σε συμφωνία για τον σχηματισμό του. Η διαδικασία φθάνει τώρα στο τέλος της, με τους Σοσιαλδημοκράτες (SPD) να έχουν ολοκληρώσει την εσωκομματική τους ψηφοφορία και τους αρχηγούς να ετοιμάζονται να υπογράψουν την Προγραμματική Συμφωνία την Δευτέρα, έχοντας ήδη καταλήξει στα πρόσωπα που θα αναλάβουν τα 14+1 υπουργεία.
Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας των 472.820 μελών του SPD θα γίνει γνωστό αύριο το απόγευμα, αφού ολοκληρωθεί μια κινηματογραφικού τύπου διαδικασία μεταφοράς και καταμέτρησης των ψηφοδελτίων, υπό αυστηρούς όρους ασφάλειας και παρουσία συμβολαιογράφου. Αν τα «ναι» στην συμμετοχή του SPD είναι περισσότερα από τα «όχι», η εξέλιξη θα είναι ταχύτατη. Την Κυριακή θα ανακοινωθούν οι νέοι υπουργοί, την Δευτέρα θα υπογραφεί επισήμως η Συμφωνία και την Τρίτη η Ομοσπονδιακή Βουλή θα εκλέξει την Άνγκελα Μέρκελ Καγκελάριο για τρίτη φορά. Την ίδια μέρα το απόγευμα θα πραγματοποιηθεί και το πρώτο υπουργικό συμβούλιο, με βασικό θέμα στην ημερήσια διάταξη την σύνταξη στα 63, με 45 χρόνια ενσήμων, πρόνοια η οποία συμφωνήθηκε στην διάρκεια των διαπραγματεύσεων μεταξύ των κυβερνητικών εταίρων.
Η συζήτηση αυτές τις ώρες αφορά κυρίως την επιλογή των προσώπων που θα αναλάβουν τις βασικές θέσεις στη νέα κυβέρνηση, αλλά και τα νέα «υπερ-υπουργεία» που λέγεται ότι θα σχηματιστούν. Η κατανομή θα είναι πιθανότατα πέντε υπουργεία συν το υπουργείο Καγκελαρίας για τους Χριστιανοδημοκράτες, τρία για τους Χριστιανοκοινωνιστές (CSU) και έξι για τους Σοσιαλδημοκράτες. Ο Αρχηγός του SPD Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, εκτός από την θέση του Αντικαγκελάριου, αναμένεται να αναλάβει τον έλεγχο του υπουργείου Οικονομίας, στο οποίο θα προστεθεί και η αρμοδιότητα της Ενέργειας, τομέας στον οποίο το Βερολίνο έχει επενδύσει ιδιαίτερα, καθώς η χώρα βρίσκεται στην – πολυσυζητημένη – διαδικασία της μετάβασης σε νέες μορφές ενέργειας. Ο κ. Γκάμπριελ, έχοντας διατελέσει στο παρελθόν υπουργός Περιβάλλοντος, διαθέτει την απαραίτητη εμπειρία, ενώ το κόμμα του έκρινε ότι από το συγκεκριμένο υπουργείο, το οποίο θα διαχειριστεί και μεγάλο μέρος των αυξημένων δημοσίων δαπανών, θα μπορέσει να ασκήσει πολιτική φιλικότερη για τους πολίτες και να οικοδομήσει για τον εαυτό του και για το SPD προφίλ που θα οδηγήσει σε νίκη στις επόμενες εκλογές.
Στο υπουργείο Εξωτερικών θα επανέλθει πιθανότατα ένας παλιός γνώριμος της γερμανικής διπλωματίας, ο Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγερ, ο οποίος υπηρέτησε στην ίδια θέση και κατά την τελευταία κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού υπό την Άνγκελα Μέρκελ, το 2005. Το Βερολίνο, αναζητώντας κεντρικό ρόλο σε εξελίξεις και πέρα της Ευρώπης (Ιράν, Αφγανιστάν, Μέση Ανατολή, Βόρεια Αφρική) ήθελε αυτός ο τομέας να καταλήξει σε ισχυρή πολιτική προσωπικότητα και η κυρία Μέρκελ λέγεται ότι ήταν από την αρχή απολύτως σύμφωνη για το συγκεκριμένο πρόσωπο.
Υπερ-υπουργείο συζητείται ότι θα αναλάβει και η δεύτερη ισχυρή γυναίκα του CDU, η υπηρεσιακή σήμερα υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν. Η δημοφιλής πολιτικός προορίζεται για το υπουργείο Υγείας, στο οποίο θα προστεθούν σημαντικές αρμοδιότητες της Κοινωνικής Πολιτικής, κυρίως σε ό,τι αφορά το συνταξιοδοτικό. Γιατρός η ίδια και με επτά παιδιά, θεωρείται στα 55 της ένα από τα σημαντικότερα «κεφάλαια» του κόμματος και της κυβέρνησής της, ενώ πολλοί μιλούν ακόμη και για την διάδοχο της Άνγκελα Μέρκελ.
Το SPD διεκδίκησε από την αρχή και φαίνεται ότι πήρε το υπουργείο Εργασίας, καθώς είχε μεγάλη σημασία να ταυτιστεί το κόμμα με την σημαντικότερη μεταρρύθμιση που επέβαλε στην διάρκεια των διαπραγματεύσεων με το CDU, την εισαγωγή του κατώτατου μισθού για πρώτη φορά στην Γερμανία. Επικρατέστερη για τη θέση είναι η Γενική Γραμματέας του SPD Άντρεα Νάλες. Τόσο στην δική της περίπτωση όσο και σε αυτήν του κ. Σταϊνμάγερ, ο οποίος είναι επικεφαλής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του κόμματος θα πρέπει να διενεργηθούν νέες εσωκομματικές διαδικασίες για την αντικατάστασή τους.
Βέβαιος ότι θα παραμείνει στη θέση του θα πρέπει να αισθάνεται ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Εκτός εξαιρετικού απροόπτου, θα είναι και στη νέα κυβέρνηση ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, υπεύθυνος για τα δημοσιονομικά αλλά και για την πολιτική της «ευρωδιάσωσης», στην οποία ωστόσο, εάν ισχύσουν οι πρόνοιες της Προγραμματικής Συμφωνίας, δεν προβλέπονται αξιοσημείωτες αλλαγές. Το συγκεκριμένο εδάφιο της Συμφωνίας αποτυπώνει απόλυτα τις μέχρι τώρα τοποθετήσεις του ιδίου και της κυρίας Μέρκελ – αλληλεγγύη υπό αυστηρούς όρους, δημοσιονομική εξυγίανση και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και βοήθεια μόνο εφόσον κινδυνεύει η σταθερότητα του κοινού νομίσματος. Η προεκλογική ρητορική των Σοσιαλδημοκρατών για ανάπτυξη με κάποιο σχέδιο τύπου «Μάρσαλ» δεν βρήκε τελικά θέση στο Πρόγραμμα και αναμένεται με εξαιρετικό ενδιαφέρον η συμπεριφορά του SPD στην εξέλιξη της πολιτικής για την κρίση στην Ευρωζώνη.
Στην θέση του λέγεται ότι θα παραμείνει και ο προερχόμενος από τους Βαυαρούς Χριστιανοκοινωνιστές υπουργός Εσωτερικών Χανς-Πέτερ Φρίντριχ, παρά το γεγονός ότι του χρεώθηκαν ατυχείς χειρισμοί στο θέμα των παρακολουθήσεων από την αμερικανική NSA. Το CSU διεκδίκησε και αυτή τη φορά το συγκεκριμένο υπουργείο, καθώς είναι γνωστές οι σημαντικά συντηρητικότερες θέσεις του στα θέματα ασφάλειας και πολιτικής μεταναστών. Το κόμμα, το οποίο ανέδειξε σε κεντρικό ζήτημα της προεκλογικής του εκστρατείας την εισαγωγή διοδίων για τους ξένους που κινούνται στους γερμανικούς αυτοκινητοδρόμους, θα πάρει, πιθανότατα, και το υπουργείο Μεταφορών, το οποίο θα αναλάβει την εφαρμογή του μέτρου. Εκκρεμεί πάντως η απόφαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικώς με την συμβατότητα του Νόμου με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο.
Σχέδιο Β για τους Σοσιαλδημοκράτες
Αμέσως μετά τις εκλογές της 22ας Σεπτεμβρίου πολλοί από τους Σοσιαλδημοκράτες τάχθηκαν ευθέως κατά της προοπτικής συμμετοχής του κόμματός τους στην κυβέρνηση υπό την κυρία Μέρκελ. Σε αυτές τις αντιδράσεις οφείλεται, εν μέρει, η απόφαση για την πρωτοφανή στην Γερμανία διαδικασία της έγκρισης της Συμφωνίας από τα μέλη του ενός από τα κόμματα. Από πολλές πλευρές έχουν εκφραστεί φόβοι ότι, ειδικά αν ο αριθμός των «όχι» θεωρηθεί μεγάλος, η διαδικασία, αντί να ενισχύσει, θα καταλήξει να τραυματίζει το ήδη φθαρμένο από τις διαδοχικές εκλογικές ήττες κόμμα. Ήδη η Νεολαία του κόμματος δεν δίστασε να συγκρουσθεί ευθέως με την ηγεσία, τασσόμενη κατά της συμμετοχής στην κυβέρνηση συνεργασίας, ενώ με ενδιαφέρον αναμένεται και η στάση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας στην εξέλιξη της κυβερνητικής θητείας.
Μια ακόμη παράμετρος που καταγράφεται στα αρνητικά είναι το υψηλό κόστος της διαδικασίας, που ξεπέρασε το 1,6 εκατ. ευρώ. Οι Σοσιαλδημοκράτες έκαναν πάντως πράξη την βασική τους διακήρυξη: πλήρωσαν με τουλάχιστον 8,50 ευρώ την ώρα όσους εργάστηκαν για την εσωκομματική τους ψηφοφορία.