Στην απομάκρυνση περίπου εκατό πτωμάτων από σπίτια στην πόλη Γουαγιακίλ προχώρησαν οι αρχές του Ισημερινού σε διάστημα τριών ημερών, σύμφωνα με την υπουργό Εσωτερικών της χώρας, εν μέσω της πανδημίας του κορονοϊού.
Στην παραθαλάσσια πόλη εντοπίζεται η μεγαλύτερη συγκέντρωση κρουσμάτων μόλυνσης από τον ιό, αλλά και εκτενής παρουσία του στρατού, που επιτηρεί την εφαρμογή της απαγόρευσης κυκλοφορίας που επιβλήθηκε μετά την κήρυξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης.
Η Μαρία Πάουλα Ρόμο εξήγησε χθες πως η απαγόρευση κυκλοφορίας και τα άλλα μέτρα έχουν μειώσει δραστικά τις ώρες λειτουργίας των γραφείων τελετών και πολλές οικογένειες δεν είχαν καμία άλλη επιλογή παρά να κρατήσουν τα πτώματα των δικών τους στα σπίτια τους.
«Ορισμένοι από αυτούς τους θανάτους συνδέονται με τον κορονοϊό, άλλοι όχι», εκτίμησε η υπουργός.
Ως χθες Παρασκευή στον Ισημερινό καταγράφονταν 1.627 κρούσματα μόλυνσης από τον κορονοϊό και 41 θάνατοι. Πάνω από το 70% των κρουσμάτων εντοπίζεται στην επαρχία Γουάγιας, στην οποία υπάγεται η πόλη Γουαγιακίλ.
Η Ρόμο παραδέχτηκε ότι οι περισσότεροι από τους ανθρώπους που πέθαναν σπίτια τους δεν είχαν υποβληθεί σε εξετάσεις για να εξακριβωθεί εάν είχαν μολυνθεί από τον SARS-CoV-2 και, κατά συνέπεια, δεν θα συμπεριληφθούν στον επίσημο απολογισμό.
Μέσω ιστότοπων κοινωνικής δικτύωσης και σε συνεντεύξεις τους σε ΜΜΕ του Ισημερινού, κάτοικοι τόνισαν με αγανάκτηση ότι σε πολλές περιπτώσεις, πέρασαν πάνω από 24 ώρες για την περισυλλογή των πτωμάτων.
Τέτοια περίπτωση ήταν αυτή του Μπολίβαρ Ρέγες, 43 ετών, εμπόρου χυμών, που πέθανε αφού εμφάνισε συμπτώματα της ασθένειας αλλά δεν υποβλήθηκε ποτέ σε τεστ, κατήγγειλε η σύζυγός του Ρόσα Ρομέρο.
Το πτώμα του έμεινε μέσα στο σπίτι τους, σε μια φτωχή συνοικία στο βόρειο τμήμα της Γουαγιακίλ, για πάνω από μία ημέρα διότι τα συνεργεία που έχουν επιφορτιστεί με την αποκομιδή των πτωμάτων δεν ήταν σε θέση να ανταποκριθούν στις ανάγκες, αφηγήθηκε η γυναίκα.
«Μου είπαν να κάνω υπομονή, ότι δεν μπορούσαν να έρθουν διότι είχαν μόνο ένα όχημα, που έπρεπε να πάει σε πολλά σημεία», είπε η Ρομέρο. «Γείτονες μου είπαν πως εάν δεν φρόντιζα να απομακρυνθεί [το πτώμα του συζύγου της], θα έκαιγαν το σπίτι μου», πρόσθεσε.