Τρεις Αιθίοπες, οι επιζήσαντες ενός ναυαγίου τον Μάρτιο του 2011, προσέφυγαν σήμερα στη βελγική δικαιοσύνη ζητώντας να αναγνωριστεί η ευθύνη του Βελγίου και άλλων χωρών-μελών του ΝΑΤΟ στην τραγωδία που βίωσαν και η οποία στοίχισε τη ζωή σε 63 ανθρώπους που προσπαθούσαν να φύγουν από τη Λιβύη με ένα πλοιάριο για να γλιτώσουν από τις αιματηρές συγκρούσεις που σημειώνονταν στη χώρα αυτή εκείνην την περίοδο.
Οι τρεις νέοι, που σήμερα είναι 15, 21 και 25 ετών, εργάζονταν στη Λιβύη επί καθεστώτος Μουάμαρ Καντάφι. Όταν ξέσπασε η εξέγερση εναντίον του Λίβυου ηγέτη επιβιβάστηκαν, μαζί με άλλους 69 ανθρώπους σε ένα πλοιάριο μήκους 10 μέτρων για να φύγουν από τη χώρα.
Το υπερφορτωμένο σκάφος απέπλευσε από την Τρίπολη τη νύχτα της 26ης προς την 27η Μαρτίου 2011 με προορισμό το νησί Λαμπεντούζα της Ιταλίας. Την αμέσως επόμενη ημέρα όμως έμεινε από καύσιμα ενώ βρισκόταν στα μισά της διαδρομής, σε μια ζώνη που ήταν τότε υπό την επιτήρηση των χωρών του ΝΑΤΟ οι οποίες εφάρμοζαν το εμπάργκο που είχε κηρύξει ο ΟΗΕ στη Λιβύη.
Πανικοβλημένοι, οι μετανάστες κατάφεραν να επικοινωνήσουν, με δορυφορικό τηλέφωνο, με έναν Ιταλό ιερέα αιθιοπικής καταγωγής, τον Μούσι Ζεράι, ο οποίος ενημέρωσε την ιταλική ακτοφυλακή. Σύμφωνα με τον ιερέα, που ανέφερε τα γεγονότα σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε στις Βρυξέλλες, η ακτοφυλακή σήμανε συναγερμό ο οποίος επαναλαμβανόταν κάθε 4 ώρες επί 10 ημέρες, καλώντας σε βοήθεια «τις ιταλικές, γαλλικές, βελγικές, ισπανικές,
βρετανικές, καναδικές και αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις που βρίσκονταν κοντά στο σκάφος».
Στο διάστημα αυτό και ενώ οι επιβάτες του πλοιαρίου, μεταξύ των οποίων ήταν και 20 γυναίκες και δύο βρέφη, πέθαιναν ο ένας μετά τον άλλο, είδαν να πετάει από πάνω τους «τέσσερις ή πέντε φορές» ένα ελικόπτερο που τους έριξε τρόφιμα και ένα αεροπλάνο που τράβηξε φωτογραφίες, εξήγησαν οι επιζώντες. Σύμφωνα με έναν από αυτούς, ένα πολεμικό πλοίο τους πλησίασε «σε απόσταση μερικών μέτρων», όμως δεν έκανε καμία προσπάθεια να τους περισυλλέξει και να τους σώσει.
Το πλοιάριο συνέχισε να πλέει ακυβέρνητο μέχρι που τελικά, στις 10 Απριλίου, έφτασε ξανά πίσω στις λιβυκές ακτές. Από τους 72 επιβαίνοντες ήταν ζωντανοί οι 11 και οι δύο από αυτούς πέθαναν λίγο αργότερα.
Με βάση την περιγραφή των επιζώντων, το πλοίο που τους πλησίασε ενδέχεται να ήταν το Narcisse, ένα βελγικό ναρκαλιευτικό. Για αυτό το λόγο οι τρεις από τους συνολικά 9 επιζώντες προσέφυγαν στα βελγικά δικαστήρια. Η δικηγόρος τους, Βερονίκ φαν ντερ Πλάνκε, εξήγησε ότι μολονότι έχουν καταθέσει μήνυση κατ’ αγνώστων για έγκλημα πολέμου και παράλειψη διάσωσης ανθρώπων σε κίνδυνο, ουσιαστικά στρέφονται εναντίον της ηγεσίας του βελγικού πολεμικού ναυτικού και του πλοιάρχου του πολεμικού σκάφους.
Παρόμοιες μηνύσεις έχουν κατατεθεί από το 2012 στη Γαλλία, την Ισπανία και την Ιταλία αλλά μέχρι σήμερα οι έρευνες δεν έχουν καταλήξει πουθενά. «Οι επιζώντες δεν ζητούν αποζημίωση αλλά δικαιοσύνη. Για να μην ξανασυμβούν τέτοιες τραγωδίες θα πρέπει να διευκρινιστεί το ποιος φέρει την ευθύνη και η Ευρωπαϊκή Ένωση να αναθεωρήσει την πολιτική της σε θέματα παροχής ασύλου», είπε η Κέιτι Μπουθ, η εκπρόσωπος της Διεθνούς Ομοσπονδίας για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (FIDH).