Επικυρώνοντας προηγούμενη καταδίκη από το Περιφερειακό Διοικητικό Δικαστήριο της Βιέννης, το Αυστριακό Συνταγματικό Δικαστήριο απαγόρευσε οριστικά και αμετάκλητα τη χρήση του τίτλου ευγενείας «φον» από τον Καρλ Χάμπσμπουργκ, εγγονό του έκπτωτου τελευταίου αυτοκράτορα της Αυστροουγγαρίας Καρόλου του Α’.
Ο συγκεκριμένος, όπως και άλλοι τίτλοι ευγενείας, είχε καταργηθεί μετά την κατάρρευση της μοναρχίας το 1918 και έχει απαγορευθεί με τον σχετικό νόμο του 1919, ο οποίος αποτελεί τμήμα του Αυστριακού Συντάγματος.
Παρά το γεγονός της απαγόρευσης, ο εγγονός του τελευταίου εστεμμένου της δυναστείας η οποία είχε αιματοκυλίσει την Ευρώπη με τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, χρησιμοποιούσε την επωνυμία karlvonhabsburg.at για την ιστοσελίδα του, γεγονός που προκάλεσε την καταδίκη του από το Περιφερειακό Διοικητικό Δικαστήριο, όπως εξηγεί το ΑΜΠΕ.
Ο ίδιος, αμφισβητώντας την ορθότητα του αυστριακού συνταγματικού νόμου περί κατάργησης της ευγενείας στην Αυστρία, ο οποίος, κατά την άποψή του, «ανήκει στον σκουπιδότοπο της ιστορίας», προσέφυγε κατά της καταδίκης του στο Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο, με την τωρινή απόφασή του, απέρριψε την προσφυγή του.
Σύμφωνα με το Συνταγματικό Δικαστήριο, ο νόμος κατάργησης της ευγενείας που αμφισβητεί ο εγγονός του έκπτωτου πρώην αυτοκράτορα όχι μόνον δεν αντιβαίνει στην αρχή της ισότητας και δεν παραβιάζει τα δικαιώματά του – όπως ο ίδιος διατεινόταν στην προσφυγή του – καθότι έχει συνταγματική ισχύ, αλλά τουναντίον αποτελεί ακριβώς ένα μέσο δημιουργίας δημοκρατικής ισότητας.
Στην απόφασή του για την απόρριψη της προσφυγής του Καρλ Χάμπσμπουργκ, το Συνταγματικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε την απόφαση του Περιφερειακού Διοικητικού Δικαστηρίου να μην του επιβάλει την ποινή καταβολής χρηματικού ποσού 20.000 κορώνων (του τότε νομίσματος στη χώρα), ή φυλάκισης έως και έξι μήνες, που προβλεπόταν στον νόμο του 1919 περί απαγόρευσης τίτλων ευγενείας.
Υπενθυμίζεται πως ο πατέρας του Καρλ Χάμπσμπουργκ, ο Ότο Χάμπσμπουργκ (πρωτότοκος γιος του έκπτωτου τελευταίου αυτοκράτορα Καρόλου του Α΄), ο οποίος είχε διατελέσει επί πολλά χρόνια ευρωβουλευτής του γερμανικού κόμματος της Χριστιανοκοινωνικής Ένωσης, θεωρούσε έως τον θάνατό του – τον Ιούλιο του 2011 σε ηλικία 98 χρόνων – δυνατή μία επιστροφή της μοναρχίας ως καθεστώς διακυβέρνησης στην Αυστρία ή στη Γερμανία.
Παρατηρητές στη Βιέννη εξέφραζαν τότε την άποψη πως οι θέσεις αυτές του Ότο Χάμπσμπουργκ για δυνατότητα παλινόρθωσης της μοναρχίας στην Αυστρία, επιβεβαίωναν την κριτική που είχε ασκηθεί από πολλές πλευρές – με την ευκαιρία της αγιοποίησης, το 2004, του Καρόλου του Α΄ από τον Πάπα Ιωάννη Παύλο τον Β΄ – για ενδεχόμενη προβολή αξιώσεων στο μέλλον από τους απογόνους των Αψβούργων απέναντι στο αυστριακό κράτος.
Η ανακήρυξη στις 3 Οκτωβρίου 2004 στο Βατικανό από τον Πάπα, σε όσιο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, του έκπτωτου τελευταίου αυτοκράτορα είχε διχάσει την κοινή γνώμη στην Αυστρία και είχε γίνει αιτία πολιτικής αντιπαράθεσης, λόγω και του γεγονότος ότι στην τελετή στο Βατικανό είχε παραστεί επικεφαλής αντιπροσωπείας ο πρόεδρος της Αυστριακής Βουλής Αντρέας Κολ, του κυβερνώντος τότε Λαϊκού Κόμματος.
Πέραν του ερωτηματικού για την σκοπιμότητα της παρουσίας ανωτάτων εκπροσώπων της κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας της Αυστρίας σε μια εκδήλωση μοναρχικού χαρακτήρα και μάλιστα για τον έκπτωτο πρώην τελευταίο μονάρχη της Αυτοκρατορίας που είχε καταρρεύσει το 1918 και τη διαδέχθηκε η Πρώτη Δημοκρατία της Αυστρίας, πολιτικοί παρατηρητές είχαν θέσει και ως ζήτημα την αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του Καρόλου του Α΄ ο οποίος είχε κατηγορηθεί τότε ότι υποστήριζε τη χρήση δηλητηριωδών αερίων κατά του εχθρού στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο διεθνώς γνωστός Αυστριακός πολιτειολόγος Άντον Πελίνκα, καθηγητής του Πανεπιστημίου του Ίνσμπρουκ, είχε τονίσει πως η ίδια η αιτιολόγηση της «οσιοποίησης», με «θαύμα» του Καρόλου Α΄ – θεραπεία μιας Βραζιλιάνας μοναχής το 1960 από φλεβίτιδα έπειτα από επίκληση από μέρους της του ονόματος του, ήδη το 1922 αποθανόντα ως εξόριστου στις Μαδέρες, έκπτωτου Αψβούργου μονάρχη – βρίσκεται στα όρια του γελοίου.
Πάντως, στο ερώτημα σχετικής δημοσκόπησης που είχε πραγματοποιηθεί τότε, για το αν οι Αυστριακοί είναι υπέρ της μορφής υπερδύναμης που είχε η χώρα τους πριν από το 1918 ή υπέρ της σημερινής μορφής μικρού κράτους, στη συντριπτική πλειονότητα τους και σε ποσοστό 82% είχαν υποστηρίξει το ισχύον τώρα σύστημα της Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας και την τωρινή μορφή του «μικρού» αυστριακού κράτους.