Οι υποψήφιοι για συνέντευξη σε μια δουλειά προσδοκούν να αξιολογηθούν για την εμπειρία, τον τρόπο συμπεριφοράς τους και τις ιδέες τους. Δευτερόλεπτα όμως, αφού αρχίσουν να μιλούν, κρίνονται με βάση την κοινωνική τους θέση, σύμφωνα με νέα έρευνα που διεξήγαγε το αμερικανικό Πανεπιστήμιο Γέιλ.
Η μελέτη αυτή, που δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση «Proceedings of the National Academy of Sciences», έδειξε ότι οι άνθρωποι μπορούν να εκτιμήσουν με ακρίβεια την κοινωνικοοικονομική θέση κάποιου -η οποία καθορίζεται από το επίπεδο εκπαίδευσης, το εισόδημα και την επαγγελματική του κατάσταση- με βάση τις συγκεκριμένες συνήθειες και πρότυπα στον τρόπο ομιλίας του, γεγονός που επηρεάζει τους διευθυντές και τους οδηγεί να προσλαμβάνουν συχνότερα άτομα ανώτερων κοινωνικών τάξεων, όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
«Η έρευνα μας δείχνει ότι, ακόμα και στις πιο σύντομες αλληλεπιδράσεις, τα πρότυπα ομιλίας που χρησιμοποιεί κάποιος διαμορφώνουν τον τρόπο με τον οποίο γίνεται αντιληπτός από τους άλλους τόσο ο ίδιος όσο και οι ικανότητές και η καταλληλότητά του για μία δουλειά», δήλωσε ο Μάικλ Κράους, αναπληρωτής καθηγητής οργανωσιακής συμπεριφοράς στη σχολή διοίκησης του Γέιλ (Yale University).
Οι ερευνητές έβαλαν 274 διευθυντές με εμπειρία στις προσλήψεις να ακούσουν μια ηχογράφηση ή να διαβάσουν μια απομαγνητοφώνηση από συζητήσεις πριν από τη συνέντευξη για μια θέση διαχειριστή εργαστηρίου σε Πανεπιστήμιο. Οι διευθυντές, που ήταν υπεύθυνοι για την πρόσληψη, καλούνταν να εκτιμήσουν τις επαγγελματικές ικανότητες και την κοινωνική θέση κάθε υποψηφίου χωρίς να διαβάσουν το βιογραφικό τους, καθώς και την αρχική αμοιβή και το μπόνους που θα τους προσέφεραν.
Διαπιστώθηκε ότι μέσα στις επτά πρώτες λέξεις οι υπεύθυνοι πρόσληψης είχαν δημιουργήσει κρίσεις για τους υποψηφίους, οι οποίες ήταν βασισμένες στην κοινωνική τάξη. Εκ των υστέρων αυτή η κατ’ εκτίμηση κοινωνική τάξη των υποψηφίων έπαιξε ρόλο στην πρόσληψή τους καθώς και στο ύψος του μισθού και του μπόνους που θα έπαιρναν.
Ο μέσος αρχικός μισθός αυτών που ανήκαν στις υψηλότερες τάξεις ήταν συνολικά μεγαλύτερος (52.680 ευρώ) συγκριτικά με εκείνων που θεωρήθηκαν ότι προέρχονται από χαμηλότερες τάξεις (52.000 ευρώ). Επίσης οι περισσότεροι από τους υποψηφίους από τις υψηλότερες τάξεις έλαβαν ένα μπόνους περίπου 2.242 ευρώ, ενώ κανείς από τις χαμηλότερες τάξεις δεν έφτασε αυτά τα επίπεδα.
«Σπάνια μιλάμε ρητά για την κοινωνική τάξη και όμως τα άτομα με εμπειρία στην πρόσληψη αξιολογούν την ικανότητα και την καταλληλότητα των υποψηφίων με βάση την κοινωνικοοικονομική τους θέση που γίνεται αντιληπτή ακόμα και για λίγα δευτερόλεπτα από την ομιλία του αιτούντος», δήλωσε ο Κράους.
«Αν θέλουμε να προχωρήσουμε σε μια πιο δίκαιη κοινωνία, τότε πρέπει να αντιμετωπίσουμε αυτές τις ψυχολογικές διαδικασίες που καθοδηγούν τις πρώιμες εντυπώσεις μας για τους άλλους. Σε αντίθεση με αυτό που παρατηρούμε στις τάσεις προσλήψεων, το ταλέντο δεν βρίσκεται μόνο μεταξύ εκείνων που γεννιούνται σε πλούσιες ή μορφωμένες οικογένειες. Οι πολιτικές που επιδιώκουν την πρόσληψη ανθρώπων από όλες τις κοινωνικές τάξεις είναι καλύτερες στο να τοποθετούν τα καταλληλότερα άτομα στις αντίστοιχες επαγγελματικές ευκαιρίες».
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι ο τρόπος ομιλίας που ακολουθούσε τα παραδοσιακά πρότυπα γραμματικής για τα αγγλικά καθώς και τα ψηφιακά πρότυπα (όπως οι φωνές που χρησιμοποιούνται σε τεχνολογικά προϊόντα όπως το Amazon Alexa ή το Google Assistant), συσχετίστηκε με ανώτερη κοινωνική τάξη. Αυτοί συμπέραναν ότι ήταν η προφορά, και όχι το περιεχόμενο της ομιλίας που έπαιζε ρόλο στην αντιληπτή κοινωνική θέση και ότι επτά λέξεις ήταν αρκετές για να βγάλει ο υπεύθυνος πρόσληψης ένα συμπέρασμα.
Ο Κράους καταλήγει: «Αν και οι περισσότεροι διευθυντές θα αρνούνταν ότι η κοινωνική θέση παίζει ρόλο στην αξιολόγηση των υποψηφίων, στην πραγματικότητα, η κοινωνικοοικονομική θέση ενός υποψηφίου ή των γονιών του εκτιμάται ήδη από τα πρώτα δευτερόλεπτα της αλληλεπίδρασης σε μια συνέντευξη, μια κατάσταση που περιορίζει την οικονομική κινητικότητα και διαιωνίζει τις ανισότητες».