Δύο εβδομάδες πριν από τις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ο ομοσπονδιακός καγκελάριος της Αυστρίας και αρχηγός του συντηρητικού Λαϊκού Κόμματος Σεμπάστιαν Κουρτς, διευρύνει τις πρόσφατα διατυπωθείσες απαιτήσεις του για επαναδιαπραγμάτευση της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ζητώντας, σε σημερινές δηλώσεις του, ένα τέλος της κηδεμονίας από τις Βρυξέλλες.
Την ίδια στιγμή, σύσσωμη η αυστριακή αντιπολίτευση κατηγορεί τον Σεμπάστιαν Κουρτς, ο οποίος ηγείται της κυβέρνησης συνασπισμού με το ακροδεξιό εθνικιστικό Κόμμα των Ελευθέρων, για αδράνεια ως μέλος επί έξι χρόνια αυστριακών κυβερνήσεων και για οριστική πλέον υιοθέτηση από μέρους του της αντιευρωπαϊκής γραμμής των Ελευθέρων για ψηφοθηρικούς λόγους.
Στις σημερινές δηλώσεις του ο καγκελάριος ασκεί κριτική στον «παραλογισμό οδηγιών» και στην «κηδεμονία» από τις Βρυξέλλες, ζητώντας από την ΕΕ «αντί να απαιτεί συνεχώς χρήματα, να σταματήσει να προδιαγράφει στους ανθρώπους πώς πρέπει να ζουν».
Συγκεκριμένα ο ίδιος ζητά την διαγραφή 1.000 οδηγιών και κανονισμών, που όμως δεν κατονομάζει, όπως επίσης την επιστροφή αυτών των αρμοδιοτήτων στις χώρες-μέλη, επισημαίνοντας ότι «οι άνθρωποι ζητούν από την Ευρωπαϊκή Ένωση απαντήσεις σε μεγάλα ζητήματα όπως η ασφάλεια, η προστασία των εξωτερικών συνόρων ή η κλιματική αλλαγή». Προσθέτει δε, ότι «κανένας άνθρωπος δεν χρειάζεται τις οδηγίες της ΕΕ, ως προς το σνίτσελ ή τις πατάτες».
Σύμφωνα με τον Αυστριακό καγκελάριο, το «εγχείρημα ελευθερίας Ευρώπη» γίνεται ολοένα και περισσότερο «στενός κορσές γραφειοκρατίας» για τους πολίτες, και έως τώρα δεν έχει ξεκινήσει κάποια πρωτοβουλία για να σταματήσει «ο παραλογισμός των οδηγιών» και να τεθούν κρίσιμα ερωτήματα.
«Εάν θέλουμε να ενθουσιάσουμε εκ νέου τους ανθρώπους για την Ευρώπη, πρέπει να σταματήσουμε την κηδεμονία από τις Βρυξέλλες», τονίζει χαρακτηριστικά ο Σεμπάστιαν Κουρτς, ο οποίος μόλις πριν από μερικές ημέρες είχε ζητήσει μία επαναδιαπραγμάτευση της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς, όπως επισήμαινε, ενόψη των νέων προσκλήσεων απαιτείται μία επικαιροποίηση της Συνθήκης της Λισαβόνας.
Στο πλαίσιο αυτό απαιτούσε σκληρότερες κυρώσεις για χώρες που δημιουργούν χρέος, ποινές για εκείνες οι οποίες δεν καταγράφουν παράνομους μετανάστες και τους αφήνουν να διέρχονται από το έδαφός τους, καθώς και βαριές συνέπειες για παραβιάσεις κατά του κράτους δικαίου και τη φιλελεύθερη δημοκρατία.
Αντιδρώντας στις δηλώσεις Κουρτς, το μεγαλύτερο κόμμα της αντιπολίτευσης, το Σοσιαλδημοκρατικό — το οποίο τα προηγούμενα δέκα χρόνια ηγούνταν των αυστριακών κυβερνήσεων — επιρρίπτει στον Αυστριακό καγκελάριο «αδράνεια» και «προσωπική αποτυχία», υπενθυμίζοντας ότι ο ίδιος ως μέλος της κυβέρνησης (σ.σ. καγκελάριος και νωρίτερα υπουργός Εξωτερικών) επί έξι χρόνια, είχε συνυπογράψει όλες τις αποφάσεις της ΕΕ.
Επιπλέον, όπως μεταδίδει ο ανταποκριτής του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων, σύμφωνα με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, οι δηλώσεις του Κουρτς θυμίζουν έντονα το «στιλ» του κυβερνητικού του εταίρου, του Κόμματος των Ελευθέρων, «από το οποίο δεν ξεχωρίζει πλέον το Λαϊκό Κόμμα του καγκελάριου».
Για οριστική πλέον υιοθέτηση της αντιευρωπαϊκής γραμμής του Κόμματος των Ελευθέρων, κατηγορεί τον Αυστριακό καγκελάριο η αρχηγός του δευτέρου κόμματος της αντιπολίτευσης, του ΝΕΟΣ, Μπεάτε Μάινλ-Ράιζινγκερ, επισημαίνοντας πως οι δύο όροι τους οποίους αυτός χρησιμοποιεί, «κηδεμονία από τις Βρυξέλλες και «παραλογισμός οδηγιών», αποτελούν «λέξεις κλειδιά στο στρατόπεδο των εθνικιστών και των δεξιών λαϊκιστών».
Η αρχηγός του ΝΕΟΣ εκφράζει την έκπληξή της για την επίθεση που εξαπολύει ο Κουρτς κατά των «γραφειοκρατών των Βρυξελλών», τη στιγμή, που, όπως η ίδια σημειώνει, το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, στο οποίο ανήκει το Αυστριακό Λαϊκό Κόμμα, δεσπόζει εδώ και δεκαετίες στους θεσμούς και το κόμμα του Κουρτς είναι εκείνο από το οποίο προερχόταν πάντα ο Αυστριακός Επίτροπος στην ΕΕ.
Υπενθυμίζεται, πως στην πρότασή του για επαναδιαπραγμάτευση της Συνθήκης της Λισαβόνας, την οποία απέρριψε ήδη ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, ο Αυστριακός καγκελάριος έκανε και λόγο – χωρίς όμως να τα κατονομάζει — για «κράτη τα οποία ευχαρίστως παίρνουν τα χρήματά μας και είναι ευχαρίστως πρόθυμα να εισπράξουν τα χρήματά μας».