Την Παρασκευή, στην Ολλανδία, θα εκφωνήσει τελικά ο Βρετανός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον την πολυαναμενόμενη ομιλία του για το πως βλέπει τη θέση της χώρας του στην Ευρωπαϊκή Ένωση, κάτι που έχει κατ’ επανάληψη αναβάλλει να κάνει τους έξι τελευταίους μήνες.
Ωστόσο, όπως σημειώνει η Μπρόνουεν Μάντοξ στους Τάιμς, θα ήταν καλύτερα να μην εκφωνηθεί καθόλου. Ο Κάμερον δεν έχει τίποτα να πει και το καλύτερο θα ήταν να σωπάσει. Ο,τιδήποτε πει θα είναι μια παραχώρηση προς το κόμμα του, την οποία στην πραγματικότητα δεν θέλει να κάνει. Και θα είναι μια πρόωρη απάντηση στις αλλαγές που γίνονται στην Ευρώπη, οι οποίες επίσης έχουν διογκωθεί στο μυαλό του Βρετανού πρωθυπουργού.
Ο Κάμερον φαίνεται ότι θα μιλήσει για την ανάγκη να επανακαθοριστούν οι σχέσεις της Βρετανίας με την Ευρώπη και να επιστραφούν στη χώρα εξουσίες που έχουν δοθεί στις Βρυξέλλες.
Το πιο εξωφρενικό είναι ότι δεν αποκλείεται να προαναγγείλει τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος στη διάρκεια της θητείας του επόμενου κοινοβουλίου, με αντικείμενο τον χαρακτήρα της νέας σχέσης του Λονδίνου με την Ευρώπη, σημειώνει η Βρετανή αρθρογράφος, μολονότι ο Κάμερον σε χθεσινή του ραδιοφωνική συνέντευξη είπε ότι αυτό θα ήταν ένα «ψευδοδίλημμα».
Οι υπολογισμοί του Βρετανού πρωθυπουργού είναι λανθασμένοι, τονίζει η Μπρόνουεν Μάντοξ.
Το πρώτο του λάθος αφορά την αντίθεση προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, που προέρχεται κυρίως από μέλη του υπουργικού συμβουλίου, όχι από την κοινωνία.
Το δεύτερο λάθος του είναι ότι νομίζει πως η ευρωζώνη κινείται προς μια μεγαλύτερη ενοποίηση, και ότι κατά συνέπεια δικαιούται να ζητήσει μια νέα σχέση. Όμως η πρόοδος προς μεγαλύτερη ενοποίηση της ευρωζώνης είναι στην πραγματικότητα πολύ μικρή.
Ο Κάμερον υπολογίζει στη στήριξη της Γερμανίας, κάτι που δεν είναι καθόλου βέβαιο.
Θεωρεί επίσης ότι θα υποστηριχθεί από την Ολλανδία, γι’ αυτό και επέλεξε να εκφωνήσει την ομιλία του εκεί. Όμως πολλοί Ολλανδοί αξιωματούχοι είναι ενοχλημένοι από αυτή την επιλογή.
Ο τελευταίος νεολογισμός που ακούγεται στα ευρωπαϊκά σαλόνια είναι «Brexit», δηλαδή η πιθανότητα αποχώρησης της Βρετανίας από την Ε.Ε. Και πολλοί είναι εκείνοι που εκφράζουν την ανησυχία τους για ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Ο Αμερικανός αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών για ευρωπαϊκές υποθέσεις, Φίλιπ Γκόρντον, δήλωσε πριν από λίγο καιρό ότι «η φωνή της Βρετανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ουσιαστική και κρίσιμη σημασία για τις Ηνωμένες Πολιτείες».
Όπως σημειώνει ο Ρότζερ Κόεν στους Νιου Γιορκ Τάιμς, οι δηλώσεις αυτές ήταν μια απροσδόκητα ευθεία αμερικανική επέμβαση στις ευρωπαϊκές υποθέσεις, που αντανακλά τις γεωστρατηγικές ανησυχίες ότι μια βρετανική έξοδος θα αποσταθεροποιούσε την Ευρώπη, θα την παρέδιδε στη γερμανογαλλική κυριαρχία, θα μείωνε τις φωνές υπέρ της ελεύθερης αγοράς και θα στερούσε πολλές αμερικανικές επιχειρήσεις με έδρα τη Βρετανία από τα οφέλη της τεράστιας ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς.
Μήπως η αντίδραση της κυβέρνησης Ομπάμα ήταν υπερβολική; Στο κάτω-κάτω, η Βρετανία γκρινιάζει για την Ευρωπαϊκή Ένωση εδώ και τέσσερις δεκαετίες χωρίς να εξετάζει πραγματικά το ενδεχόμενο να αποχωρήσει. Ίσως όμως αυτή τη φορά τα πράγματα να είναι διαφορετικά.
Πρόσφατη δημοσκόπηση για λογαριασμό της Γκάρντιαν έδειξε ότι το 51% των Βρετανών επιθυμούν την αποχώρηση της χώρας τους από την Ε.Ε., έναντι 40% που θέλουν την παραμονή της. Και οι λόγοι είναι πολλοί.
Πρώτον, η κρίση του ευρώ ενίσχυσε την πεποίθηση των Βρετανών ότι καλά έκαναν που έμειναν με τη στερλίνα.
Δεύτερον, πολλοί Βρετανοί αντιλαμβάνονται ότι η μόνη μακροπρόθεσμη απάντηση στην κρίση είναι μεγαλύτερη ενοποίηση – ακριβώς, δηλαδή, η προοπτική την οποία μισούν.
Τρίτον, η άνοδος του αντιευρωπαϊκού Κόμματος της Ανεξαρτησίας ασκεί πίεση στον Κάμερον, ο οποίος θα μπορούσε να χάσει ψηφοφόρους προς τα εκεί.
Τέταρτον, η Βρετανία έχει αλλάξει. Η τελευταία απογραφή δείχνει ότι 7,5 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν γεννηθεί στο εξωτερικό, κατά 50% περισσότεροι σε σχέση με το 2001. Η χώρα χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη ποικιλία, είναι λιγότερο λευκή, λιγότερο χριστιανική και περισσότερο ανοιχτή. Όλα αυτά την απομακρύνουν μοιραία από τις Βρυξέλλες.
Για όλους αυτούς τους λόγους, η συμμετοχή της Βρετανίας στην Ε.Ε. δεν θα πρέπει πλέον να θεωρείται δεδομένη, όσο κι αν ένα «Brexit» θα ήταν παράλογο…