Τουλάχιστον το ένα τρίτο από τους/τις οικιακούς βοηθούς σε όλον τον κόσμο δεν προστατεύονται από την εργατική νομοθεσία των χωρών όπου ζουν και εργάζονται, επισημαίνει σήμερα από τη Γενεύη ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εργασίας.

Μάγειρες/μαγείρισσες, καμαριέρες, γκουβερνάντες και άλλο οικιακό προσωπικό υφίστανται σοβαρές διακρίσεις σε ό,τι αφορά τον κατώτερο μισθό και το ωράριο εργασίας τους, σύμφωνα με την έκθεση της υπηρεσίας του ΟΗΕ, μολονότι ο αριθμός των οικιακών βοηθών έχει αυξηθεί σημαντικά (+60%, ή 9.000.000 επιπλέον).

Όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ, ενώ πολλές χώρες στη Λατινική Αμερική, την Αφρική και τη Δύση έχουν επεκτείνει το νομοθετικό πλαίσιο προστασίας του οικιακού προσωπικού, πολλές χώρες στη Μέση Ανατολή και την Ασία υπολείπονται ακόμη πολύ.

Οι γυναίκες καλύπτουν στη συντριπτική τους πλειονότητα τις ανάγκες του τομέα αυτού (83%), ενώ υπολογίζεται ότι το ποσοστό των γυναικών που εργάζονται σε οικιακές απασχολήσεις ανέρχεται στο 7,5% του συνόλου των εργαζομένων γυναικών.

Πάνω από το ένα τρίτο του γυναικείου προσωπικού στερείται του δικαιώματος για άδεια μητρότητας και τα σχετικά επιδόματα, ένα πρόβλημα που απαντάται κυρίως στην Ασία και τη Μέση Ανατολή.

«Σε συνδυασμό με την απουσία δικαιωμάτων και την ακραία εξάρτηση του εργαζομένου από τον εργοδότη του, καθώς επίσης και η περιθωριοποιημένη κι απροστάτευτη φύση της οικιακής απασχόλησης, μπορεί να τους καταστήσει ευάλωτους στην εκμετάλλευση και στην κακομεταχείριση», σημειώνει η αναπληρώτρια γενική διευθύντρια του Οργανισμού Σάντρα Πολάσκι.

Η έκθεση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εργασίας δημοσιεύθηκε την ώρα που τα κράτη μέλη του ετοιμάζονται να υπογράψουν την Σύμβαση του ΟΗΕ 2011 για την Οικιακή Απασχόληση, η οποία θα προδιαγράφει τους κανόνες για το ωράριο εργασίας, τις αμοιβές και τις συνδικαλιστικές δραστηριότητες.

Από την Ασία προέρχεται το 41% του παγκοσμίου συνόλου των οικιακών βοηθών, ενώ ακολουθούν η Λατινική Αμερική και η Καραϊβική με 37%.

Αυτές οι στατιστικές δεν λαμβάνουν υπόψη τα παιδιά κάτω των 15 ετών που απασχολούνται στον τομέα και με βάση τα στοιχεία του 2008 ο αριθμός τους ανερχόταν σε 7,4 εκατομμύρια.