Οι εικόνες που ακολουθούν είναι από το Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών της Συρίας, το οποίο επλήγη από την επίθεση που εξαπέλυσαν χθες στη χώρα ΗΠΑ, Γαλλία και Βρετανία. Το κτίριο υπέστη πολύ σημαντικές ζημιές από το χτύπημα, με το οποίο οι χώρες της Δύσης κλιμάκωσαν την αντιπαράθεσή τους με το συριακό καθεστώς του Μπασάρ αλ Άσαντ και τους συμμάχους του.
Η επίθεση είχε στόχο να απαντήσει στον Σύρο πρόεδρο για την επίθεση με χημικά, που καταγγέλλεται πως έγινε στην πόλη Ντούμα στις 7 Απριλίου και την οποία η Συρία αρνείται.
Το Πεντάγωνο υποστηρίζει πως δεν αναχαιτίστηκε από τη συριακή αεράμυνα κανένας από τους εννέα πυραύλους που εκτόξευσαν οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους, διαψεύδοντας τους ισχυρισμούς Ρωσίας και Συρίας.
Οι ΗΠΑ, δια στόματος της Αμερικανίδας πρέσβειρας στα Ηνωμένα Έθνη Νίκι Χέιλι, έχουν δηλώσει πως βρίσκονται σε ετοιμότητα για νέα πλήγματα εναντίον της Συρίας εάν η κυβέρνηση του προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ κάνει εκ νέου χρήση χημικών όπλων. «Είμαστε πεπεισμένοι ότι προκαλέσαμε μεγάλο πλήγμα στο πρόγραμμα χημικών όπλων της Συρίας. Είμαστε προετοιμασμένοι να διατηρήσουμε αυτήν την πίεση, εάν το συριακό καθεστώς είναι αρκετά ανόητο για να δοκιμάσει τη βούλησή μας. Εάν το συριακό καθεστώς χρησιμοποιήσει ξανά αυτό το δηλητηριώδες αέριο, οι ΗΠΑ θα έχουν κλειδώσει το στόχο τους και θα είναι οπλισμένες», υπογράμμισε η Χέιλι στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Οι τρεις επιτιθέμενες χώρες υπέβαλαν νέο σχέδιο ψηφίσματος στον ΟΗΕ, το οποίο περιλαμβάνει, για πρώτη φορά, ανθρωπιστικά, πολιτικά ζητήματα καθώς και την πρόβλεψη δημιουργίας νέου μηχανισμού έρευνας για τη χρήση χημικών όπλων.
Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν τόνισε πάντως, στην τηλεφωνική επικοινωνία του με τον Ταγίπ Ερντογάν, πως οι ενέργειες της Δύσης στη Συρία συνιστούν παραβίαση του διεθνούς δικαίου, ενώ η Μόσχα είχε νωρίτερα δώσει στίγμα προθέσεων με την ανακοίνωση του πρεσβευτής της στην Ουάσινγκτον Ανατόλι Αντόνοφ. «Οι χειρότεροι φόβοι επαληθεύτηκαν. Δεν εισακούστηκαν οι προειδοποιήσεις μας. Ένα προσχεδιασμένο σενάριο εφαρμόζεται. Ξανά, απειλούμαστε. Προειδοποιήσαμε ότι τέτοιες ενέργειες δεν θα μείνουν χωρίς συνέπειες» τόνισε ο Αντόνοφ. «Όλη η ευθύνη για αυτές ανήκει στην Ουάσιγκτον, το Λονδίνο και το Παρίσι» πρόσθεσε.