Οι επιθέσεις που σημειώθηκαν στις Βρυξέλλες δείχνουν ότι τα τζιχαντιστικά δίκτυα στο Βέλγιο αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη παραμένουν ικανά να οργανώσουν δολοφονικές επιχειρήσεις ευρείας κλίμακας, όποια και αν είναι η αστυνομική πίεση που δέχονται, υποστηρίζουν Ευρωπαίοι αξιωματούχοι και ειδικοί των υπηρεσιών ασφαλείας.
«Το 2015 ήταν δύσκολο, φοβάμαι ότι το 2016 θα είναι φρικτό», εξομολογήθηκε στο Γαλλικό Πρακτορείο ένας Γάλλος αξιωματούχος των αντιτρομοκρατικών υπηρεσιών, ζητώντας να τηρηθεί η ανωνυμία του. Στην οθόνη της τηλεόρασης, στο γραφείο του, εκείνη την ώρα προβάλλονταν εικόνες από τον σταθμό του μετρό του Μάαλμπεκ, το αεροδρόμιο των Βρυξελλών, την έδρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ.
«Οι επιθέσεις στο Βέλγιο έγιναν ξεκάθαρα σε αντίποινα για το κύμα συλλήψεων (τζιχαντιστών), πρόκειται για κλιμάκωση. Αποδεικνύουν ότι έχουν άνδρες έτοιμους ανά πάσα στιγμή να διαπράξουν επιχειρήσεις αυτοκτονίας, με όπλα, με εκρηκτικά. Το μήνυμά τους είναι το εξής: είμαστε πάντα εδώ, δεν θα μπορέσετε να μας σταματήσετε», συνέχισε ο ίδιος αξιωματούχος. «Στη Γαλλία αλλά επίσης και στην Ευρώπη, υπάρχει έντονη ανησυχία. Θα υποστούμε ένα πολύ ισχυρό κύμα τρομοκρατίας που δεν θα μπορούμε να το αναχαιτίσουμε παρά μόνο εν μέρει. Θα πιάσουμε ορισμένες ομάδες, ποτέ στο παρελθόν δεν είχαμε τόσες συλλήψεις, όμως δεν μπορούμε να τους πιάσουμε όλους. Είναι αδύνατον. Μας έχουν κατακλύσει», πρόσθεσε.
Το πρόσφατο κύμα συλλήψεων στο Βέλγιο, στο πλαίσιο των ερευνών για τις επιθέσεις του περασμένου Νοεμβρίου στο Παρίσι, οδήγησε στην εξάρθρωση ενός μεγάλου μέρους του δικτύου των τζιχαντιστών που είχε στείλει στην Ευρώπη το Ισλαμικό Κράτος από τη Συρία. Ωστόσο, ορισμένοι ύποπτοι ακόμη διαφεύγουν. Και επιπλέον, άλλοι τζιχαντιστές, που έχουν ξεφύγει από το “ραντάρ” των δυνάμεων ασφαλείας, απέδειξαν σήμερα ότι είναι σε θέση να περάσουν στην αντεπίθεση.
Για τον Τόμας Χεγκχάμερ, έναν ειδικό του Νορβηγικού Ιδρύματος Αμυντικών Ερευνών, οι επιθέσεις των Βρυξελλών δείχνουν ότι οι τζιχαντιστές «ήταν έτοιμοι». «Κανείς δεν μπορεί να οργανώσει μια επιχείρηση αυτού του είδους μέσα σε 48 ώρες (…) Αν παραδεχτούμε ότι οι επιθέσεις αυτές συνδέονται, λίγο-πολύ, με εκείνες του Παρισιού, τότε είναι η πρώτη φορά που το ίδιο δίκτυο εμφανίζεται ικανό να χτυπήσει δύο φορές με τέτοιο τρόπο», είπε ο Χεγκχάμερ.
Πριν σκοτωθεί, ο θεωρούμενος ως επικεφαλής της ομάδας που χτύπησε στο Παρίσι, ο Αμπντελχαμίντ Αμπααούντ, είχε εμπιστευτεί σε στενούς συνεργάτες του ότι μπήκε στη Γαλλία «χωρίς επίσημα έγγραφα», συνοδευόμενος από άλλους 90 άνδρες, Σύρους, Ιρακινούς, Γάλλους, Γερμανούς και Βρετανούς. Είχε μάλιστα προβλέψει ότι θα γίνουν και άλλες επιθέσεις, «ακόμη χειρότερες».
«Θα πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη μας αυτή τη δήλωση», είπε ο Γάλλος αξιωματούχος της αντιτρομοκρατικής. «Η κριτική σε βάρος της βελγικής αστυνομίας είναι αδικαιολόγητη: οι αστυνομικοί μοχθούν όμως έχουν πελαγώσει από τον αριθμό (των τζιχαντιστών), όπως και όλοι οι Ευρωπαίοι συνάδελφοί τους. Φοβάμαι πολύ ότι όλοι μας θα υποστούμε το μερίδιο που μας αναλογεί σε επιθέσεις», είπε.
Απέναντι σε τζιχαντιστές που δείχνουν τόσο αποφασισμένοι και οι οποίοι, μετά από πέντε χρόνια πολέμου στο Ιράκ και τη Συρία, έχουν μάθει τέλεια να χειρίζονται όπλα και να κατασκευάζουν ισχυρούς εκρηκτικούς μηχανισμούς, υπάρχουν μεν απαντήσεις, αλλά μέχρις ενός ορίου. «Το πιο ανησυχητικό», συνέχισε η πηγή αυτή του Γαλλικού Πρακτορείου, «είναι ότι οι σημερινές επιθέσεις αποδεικνύουν ότι οι καμικάζι κινητοποιούνται αμέσως. Για αυτό, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Ακόμη και οι στρατιωτικές περιπολίες δεν αρκούν. Ή είναι θέμα καθαρής τύχης (να εντοπιστούν οι εκρηκτικοί μηχανισμοί): περνάει ένας τύπος με ένα σακίδιο, τον ελέγχουμε και, μπίνγκο! Όμως σε ένα αεροδρόμιο σε ώρα αιχμής, όπως καταλαβαίνετε, αυτό είναι αδύνατον. Και, αν βάλουμε ελέγχο αποσκευών στην είσοδο του αεροδρομίου θα δημιουργήσουμε ουρές στο εξωτερικό του, δηλαδή τον ιδανικό στόχο (για τους τρομοκράτες) και θα κάνουμε τα πράγματα ακόμη χειρότερα».
Καθώς χιλιάδες εθελοντές έφυγαν τα τελευταία χρόνια για να ενταχθούν στο Ισλαμικό Κράτος και εκατοντάδες από αυτούς έχουν ήδη επιστρέψει στις χώρες προέλευσής τους, συχνά χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από τις αρχές, οι αστυνομίες και οι υπηρεσίες πληροφοριών των ευρωπαϊκών χωρών βρίσκονται αντιμέτωπες με μια πρωτόγνωρη απειλή για την οποία αναζητούν ακόμη την απάντηση.
«Σήμερα έγινε στο Βέλγιο, όμως το ίδιο πράγμα θα μπορούσε να γίνει αλλού. Κυρίως, δεν πρέπει να πιστέψουμε ότι πρόκειται για ένα βελγικό πρόβλημα», τόνισε ο Τόμας Χεγκχάμερ.