Εικόνες φρίκης από τον ορυμαγδό και την καταστροφή που προκάλεσε ο αποτρόπαιος βομβαρδισμός του νοσοκομείου των Γιατρών Χωρίς Σύνορα στην πόλη Κουντούζ του Αφγανιστάν, παραθέτει με τη μαρτυρία του, ο νοσηλευτής Λάγιος Ζόλταν.
«Δεν έχω λόγια να εκφράσω αυτό που συνέβη. Είναι απερίγραπτο», δηλώνει χαρακτηριστικά, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Ο νοσηλευτής των Γιατρών Χωρίς Σύνορα, Λάγιος Ζόλταν Ζεξ, βρισκόταν στην κλινική τραύματος στην Κουντούζ, όταν χτυπήθηκε από μια σειρά εναέριων βομβαρδισμών τις πρώτες πρωινές ώρες του Σαββάτου. Ο ίδιος περιγράφει την εμπειρία του ως εξής:
«Ήταν απολύτως τρομακτικό. Κοιμόμουν στο δωμάτιο ασφαλείας του νοσοκομείου. Περίπου στις δύο τα μεσάνυχτα ξύπνησα από τον ήχο μιας μεγάλης έκρηξης σε κοντινή απόσταση. Στην αρχή δεν ήξερα τι συνέβαινε. Κατά την τελευταία εβδομάδα είχαμε ακούσει βομβιστικές επιθέσεις και εκρήξεις, αλλά πάντοτε πιο μακριά. Αυτή τη φορά ήταν τελείως διαφορετικά. Ακουγόταν πολύ κοντά και δυνατά.
Στην αρχή υπήρξε σύγχυση κι ένα μεγάλο κύμα σκόνης που κάλυψε τα πάντα. Καθώς προσπαθούσαμε να καταλάβουμε τι είχε συμβεί, ακολουθούσαν περισσότεροι βομβαρδισμοί. Μετά από 20-30 λεπτά, άκουσα κάποιον να με φωνάζει με το όνομά μου. Ήταν ένας από τους νοσηλευτές στα Επείγοντα. Μπήκε παραπαίοντας με ένα τεράστιο τραύμα στο χέρι. Ήταν γεμάτος αίματα και πληγές σε όλο του το σώμα. Το μυαλό μου πάγωσε και δεν μπορούσα καν να καταλάβω τι συνέβαινε. Για ένα δευτερόλεπτο στεκόμουν όρθιος. Σοκαρισμένος.
Εκλιπαρούσε για βοήθεια. Στο δωμάτιο ασφαλείας διαθέτουμε μια περιορισμένη ποσότητα βασικών ιατρικών ειδών πρώτης ανάγκης. Δεν υπήρχε όμως μορφίνη για να σταματήσει τον πόνο του. Κάναμε ό,τι μπορούσαμε.
Δεν ξέρω ακριβώς πόσο κράτησε, αλλά μάλλον μισή ώρα αργότερα σταμάτησαν οι βομβαρδισμοί. Βγήκα με το συντονιστή της ομάδας για να δούμε τι είχε συμβεί. Αυτό που αντικρίσαμε ήταν το νοσοκομείο κατεστραμμένο, να καίγεται. Δεν ξέρω καν τι ένιωσα, βρισκόμουν και πάλι σε κατάσταση σοκ.
Αναζητούσαμε επιζώντες. Λίγοι είχαν καταφέρει να μπουν σε ένα από τα δωμάτια ασφαλείας. Ένας-ένας, άνθρωποι άρχισαν να εμφανίζονται τραυματισμένοι. Μεταξύ τους ήταν και ορισμένοι συνάδελφοι και φροντιστές των ασθενών μας. Προσπαθήσαμε να μπούμε σε ένα από τα πυρπολημένα κτίρια για να δούμε τι συνέβαινε. Δεν μπορώ καν να το περιγράψω. Δεν υπάρχουν λόγια για το πόσο απαίσιο ήταν αυτό που αντικρίσαμε. Στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας έξι ασθενείς καίγονταν στα κρεβάτια τους.
Αρχίσαμε να ψάχνουμε τα μέλη του προσωπικού μας στο χειρουργείο. Ήταν τρομακτικό. Ένας ασθενής κείτονταν πάνω στο χειρουργικό τραπέζι, νεκρός, στη μέση της καταστροφής. Δεν μπορέσαμε να βρούμε το προσωπικό μας. Ευτυχώς αργότερα διαπιστώσαμε ότι είχαν φύγει από τα χειρουργεία και είχαν βρει ένα πιο ασφαλές μέρος. Ακριβώς δίπλα, μπήκαμε στο τμήμα νοσηλείας. Ευτυχώς άθικτο από τους βομβαρδισμούς. Με μια γρήγορη ματιά διαπιστώσαμε ότι όλοι ήταν εντάξει, όπως και όσοι είχαν καταφύγει σε ένα ασφαλές καταφύγιο στη διπλανή πόρτα.
Στη συνέχεια κατευθυνθήκαμε και πάλι πίσω στο γραφείο. Ήταν γεμάτο ασθενείς και τραυματίες που ούρλιαζαν. Επικρατούσε απόλυτη τρέλα. Έπρεπε όμως να οργανώσουμε ένα σχέδιο έκτακτης ανάγκης για τους τραυματίες. Το πρώτο που έπρεπε να διαπιστώσουμε ήταν να δούμε ποιοι γιατροί ήταν ζωντανοί και σε θέση να βοηθήσουν. Πραγματοποιήσαμε μια επείγουσα χειρουργική επέμβαση για έναν από τους γιατρούς μας. Δυστυχώς όμως δεν τα κατάφερε και πέθανε εκεί πάνω στο γραφείο. Κάναμε το καλύτερο δυνατόν, αλλά δεν ήταν αρκετό. Η όλη κατάσταση ήταν εξαιρετικά δύσκολη. Βλέπαμε τους συναδέλφους μας να πεθαίνουν. Ο φαρμακοποιός μας, με τον οποίο μιλούσαμε το προηγούμενο βράδυ για τα αποθέματα του νοσοκομείου, ξεψυχούσε στο γραφείο μας.
Οι πρώτες στιγμές ήταν χαοτικές. Αρκετό όμως από το προσωπικό είχε επιζήσει, κι έτσι μπορούσαμε να βοηθήσουμε όλους εκείνους με θεραπεύσιμα τραύματα. Ωστόσο υπήρχαν πάρα πολλοί που δεν μπορούσαμε να βοηθήσουμε. Κατά κάποιο τρόπο, όλα ήταν πολύ ξεκάθαρα για εμάς. Φροντίζαμε τα άτομα που χρειάζονταν θεραπεία, καθώς δεν ήμαστε σε θέση να λάβουμε αποφάσεις. Πώς άλλωστε θα μπορούσαμε να πάρουμε αποφάσεις σε τέτοιο καθεστώς φόβου και χάους;
Ορισμένοι από τους συναδέλφους βρίσκονταν σε τέτοια κατάσταση σοκ που έκλαιγαν διαρκώς. Προσπάθησα να ενθαρρύνω κάποιους, να τους δώσω κάτι άλλο για να επικεντρωθούν, να τους αποσπάσω για λίγο από τη φρίκη. Αλλά μερικοί ήταν τόσο συγκλονισμένοι για να κάνουν οτιδήποτε. Το να βλέπεις ενήλικες άνδρες, τους φίλους σου, να κλαίνε ανεξέλεγκτα είναι κάτι που δεν μπορείς να διαχειριστείς εύκολα.
Εργάζομαι εδώ από το Μάιο και έχω βιώσει πολύ βαριές ιατρικές καταστάσεις. Αλλά είναι εντελώς διαφορετικό όταν πρόκειται για τους συναδέλφους, τους φίλους σου. Είναι οι άνθρωποι που εργάζονταν σκληρά για μήνες και κυριολεκτικά ασταμάτητα την τελευταία εβδομάδα. Δεν είχαν καταφέρει να πάνε στο σπίτι τους για να δουν τις οικογένειές τους. Εργάζονταν στο νοσοκομείο για να βοηθήσουν άλλους ανθρώπους… Και τώρα είναι νεκροί. Αυτοί οι άνθρωποι είναι φίλοι, στενοί φίλοι. Δεν έχω λόγια να εκφράσω τα συναισθήματά μου. Είναι απερίγραπτο.
Το νοσοκομείο στην Κουντούζ ήταν η δουλειά και το σπίτι μου για αρκετούς μήνες. Δεν είναι απλά ένα κτίριο. Είναι τόσα πολύ περισσότερα από αυτό. Είναι το μοναδικό κέντρο νοσηλείας για την Κουντούζ. Τώρα έχει καταστραφεί. Αυτό που νιώθω από τα βάθη της καρδιάς μου είναι ότι αυτό που συνέβη είναι εντελώς απαράδεκτο. Πώς μπόρεσε να γίνει κάτι τέτοιο; Ποιο είναι το όφελος από μια τέτοια ενέργεια; Κατέστρεψαν ένα νοσοκομείο και τόσες πολλές ζωές για το τίποτα. Δεν μπορώ να βρω λόγια».