Επεκτείνοντας την απαγόρευση εισόδου στη Λιβύη για υπηκόους του Σουδάν, του Μπανγκλαντές, της Παλαιστίνης και της Συρίας, που έχει λάβει η διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση της χώρας, ο στρατός ανακοίνωσε πως απαγορεύεται η είσοδος στη χώρα και σε υπηκόους της Υεμένης, του Ιράν και του Πακιστάν.
Ο πρωθυπουργός Αμπντάλα αλ Τένι διοικεί μόνο ένα τμήμα της ανατολικής Λιβύης, αφότου συμμαχία ισλαμιστικών οργανώσεων κατέλαβε την Τρίπολη πέρυσι, συνέστησε το δικό της κοινοβούλιο και τη δική της κυβέρνηση, η οποία πάντως δεν αναγνωρίζεται από τις μεγάλες δυνάμεις.
Η κυβέρνηση του Τένι και οι δυνάμεις ασφαλείας της επομένως θα είναι σε θέση να επιβάλουν την απαγόρευση εισόδου μόνο στο αεροδρόμιο του Τομπρούκ, στο αεροδρόμιο αλ Άμπρακ, της πόλης Μπάιντα, καθώς και στα φυλάκια στα σύνορα με την Αίγυπτο.
Ο επικεφαλής του στρατού Χαλίφα Χάφταρ, ο οποίος έχει συμμαχήσει με τον Τένι, υπογράφει τη νέα απαγόρευση, για την οποία επικαλείται τη συνολική κατάσταση ασφαλείας στη χώρα και την ανάγκη να διαφυλαχθεί «η ασφάλεια και η σταθερότητα» της Λιβύης.
Η απόφαση επιβεβαιώθηκε από ανώτερο αξιωματικό του στρατού και επαναλαμβάνει ότι οι υπήκοοι του Σουδάν και του Μπανγκλαντές δεν επιτρέπεται να εισέρχονται στη χώρα.
Ο Χάφταρ έχει κατηγορήσει επανειλημμένα Σουδανούς, Παλαιστίνιους και Σύρους ότι εντάσσονται στις τάξεις της Άνσαρ αλ Σαρία και άλλων ισλαμιστικών οργανώσεων με τις οποίες μάχονται οι δυνάμεις που διοικεί στη Βεγγάζη. Έχει επίσης δηλώσει ότι Υεμενίτες έχουν ενταχθεί στις τάξεις ισλαμιστικών οργανώσεων.
Τον Σεπτέμβριο του 2014 ο πρωθυπουργός Τένι είχε κατηγορήσει το Σουδάν πως αποπειράθηκε να παραδώσει από αέρος όπλα και πυρομαχικά στη νέα κυβέρνηση των ισλαμιστών στην Τρίπολη. Το Χαρτούμ ανέφερε από την πλευρά του ότι τα όπλα προορίζονταν για ένα κοινό σώμα φύλαξης των συνόρων που σχηματίστηκε με βάση μια διμερή συμφωνία.
Η Λιβύη παραμένει σε χαοτική κατάσταση από το 2011, όταν ανατράπηκε το καθεστώς του Μουάμαρ Καντάφι.