Η Νίνα Σιμόν (πραγματικό όνομα Γιουνίς Κάθλην Γουέημον) γεννήθηκε στην πόλη Τράιον της Νότιας Καρολίνας το 1933, ήταν το έκτο από τα οκτώ παιδιά πολυμελούς οικογένειας. Όπως πολλoί άλλοι μαύροι τραγουδιστές, επηρεάστηκε όταν ήταν παιδί από την περίφημη μεσόφωνο του λυρικού ρεπερτορίου Μάριαν Άντερσον και άρχισε να τραγουδάει στην τοπική της εκκλησία, φανερώνοντας παράλληλα πλούσιο ταλέντο και ως πιανίστρια. Ένα περιστατικό εκείνης της περιόδου, συνέβαλε στη μετέπειτα ανάμειξή της στο κίνημα για τα Πολιτικά Δικαιώματα: στην πρώτη της δημόσια εμφάνιση στο πιάνο, σε ηλικία δέκα ετών, οι γονείς της, οι οποίοι είχαν πιάσει θέσεις στην πρώτη σειρά, υποχρεώθηκαν με τη βία να μετακινηθούν, για να καθίσουν λευκοί.
Το 1954 άρχισε να εμφανίζεται σε νυχτερινό κέντρο της Ατλάντικ Σίτυ με τα καλλιτεχνικό όνομα Νίνα Σιμόν. Το Νίνα – στα ισπανικά κορίτσι – ήταν το παρατσούκλι που της κόλλησε ο φίλος της ενώ το Σιμόν προήλθε από το όνομα της Γαλλίδας ηθοποιού Σιμόν Σινιορέ. Άρχισε να γίνεται γνωστή στο ευρύτερο κοινό το 1959 ερμηνεύοντας σε διασκευή το I Loves You Porgy (από το μιούζικαλ Porgy And Bess) του Τζωρτζ Γκέρσουϊν, το οποίο ήταν και η μοναδική της επιτυχία που θα εισερχόταν στο αμερικανικό Top 40.
Κατά τη δεκαετία του 1960 η Σιμόν αναμείχθηκε στο κίνημα για τα Πολιτικά Δικαιώματα και ηχογράφησε μία σειρά στρατευμένων τραγουδιών, όπως τα “To Be Young, Gifted And Black” (που έγινε αργότερα μεγάλη επιτυχία σε εκτέλεση της Αρίθα Φράνκλιν) “Blacklash Blues”, “Mississippi Goddam” (με αφορμή τη δολοφονία του Μαύρου αγωνιστή Μέντγκαρ Έβερς και την έκρηξη βόμβας σε εκκλησία, στο Μπέρμιγχαμ της Αλαμπάμα, όπου σκοτώθηκαν τέσσερα Μαύρα παιδιά), “I Wish I Knew How It Would Feel To Be Free” και το “Pirate Jenny” του Κουρτ Βάιλ (από την Όπερα της Πεντάρας).
Η Σιμόν ήταν πολυδιάστατη ως καλλιτέχνης και αυτό ήταν έκδηλο στο σύνολο της μουσικής της, που συχνά είχε την απλότητα της παραδοσιακής μουσικής. Σε μία και μόνη συναυλία, μπορούσε με ευκολία να περνάει από γκόσπελ ήχους σε μπλουζ και τζαζ.
Το 1971, η Σιμόν έφυγε από τις Ηνωμένες Πολιτείες μετά από διαφορές που είχε με ατζέντηδες, δισκογραφικές εταιρίες αλλά και τις φορολογικές Αρχές, επικαλούμενη ως αιτία το ρατσισμό. Έτσι, επιστρέφοντας το 1978, συνελήφθη για φοροδιαφυγή, αφού είχε αρνηθεί να καταβάλει φόρους αρκετών ετών, ως διαμαρτυρία για τον πόλεμο στο Βιετνάμ. Έζησε σε διάφορες χώρες της Καραϊβικής, της Αφρικής και της Ευρώπης, συνεχίζοντας τις εμφανίσεις και μετά τα εξήντα της. Τη δεκαετία του 1980 εμφανιζόταν τακτικά στο τζαζ κλαμπ Ronnie Scott’s στο Λονδίνο.
Στη μουσική βιομηχανία είχε αποκτήσει τη φήμη ανθρώπου δύσκολου στη συνεννόηση και με εκρηκτικό χαρακτήρα, χαρακτηρισμός για τον οποίο η ίδια διαφωνούσε σθεναρά. Είναι χαρακτηριστικό ένα περιστατικό που συνέβη το 1995, όταν έριξε εναντίον του γιου ενός γείτονά της με αεροβόλο όπλο, επειδή γελούσε και την εμπόδιζε να αυτοσυγκεντρωθεί. Αν και η παρουσία της επί σκηνής είχε κάπως απόμακρο και αλαζονικό ύφος, στα μετέπειτα χρόνια η Σιμόν έδειχνε να απολαμβάνει ιδιαίτερα να επικοινωνεί με το ακροατήριο, με διηγήσεις συχνά χιουμοριστικών περιστατικών από την καριέρα της και τη μουσική και ερμηνεύοντας κομμάτια κατά παραγγελία των θαυμαστών της. Το μεγαλοπρεπές της παρουσιαστικό και η επιβλητική της παρουσία πάνω στη σκηνή, χάρισαν στη Σιμόν τον τίτλο της Αρχιέρειας της Σόουλ.
Παντρεύτηκε και χώρισε δύο φορές. Ο πρώτος της γάμος, το 1958, με τον Ντον Ρος διήρκεσε μόλις ένα χρόνο. Το 1960 ήταν η σειρά του Άντυ Στρουντ, με τον οποίο απέκτησε μία κόρη, τη Λίζα. Ωστόσο, θα πάρουν διαζύγιο το 1970.
Το 1993, εγκαταστάθηκε κοντά στο Αιξ-αν-Προβάνς, στη νότια Γαλλία. Απεβίωσε στον ύπνο της, στο Καρρύ-λα-Ρουέτ στις 21 Απριλίου του 2003. Η αυτοβιογραφία της Σιμόν με τίτλο I Put A Spell On You εκδόθηκε το 1992.