Η ανάμειξη της Ρωσίας θεωρείται βέβαιη και σε αυτές τις αμερικανικές εκλογές, σύμφωνα με ΜΜΕ από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, τα οποία υποστηρίζουν ότι χρησιμοποιεί πολλούς ευφάνταστους τρόπους, για να προωθήσει τις θέσεις της.

Το πρακτορείο Reuters κατόπιν έρευνας που έκανε για το συγκεκριμένο θέμα κατέληξε στο συμπέρασμα πως το Κρεμλίνο δεν προσπαθεί να δημιουργήσει νέα ζητήματα στους εχθρούς του, πρακτική που χρησιμοποιεί η Δύση. Αντιθέτως, χτυπάει στα ήδη ανοιχτά μέτωπα, εκμεταλλευόμενο το γεγονός ότι οι αντίπαλοι δεν θα αντιδράσουν, γιατί αν το κάνουν, θα πρέπει να αλλάξουν οι ίδιοι.

Παραδείγματος χάριν, αξιοποιεί ευρέως τη λογική του «εσωτερικού εχθρού» στις ΗΠΑ, δηλαδή ότι η παραδοσιακή πολιτική σκηνή συνωμοτεί εναντίον του έθνους ή ότι δεν νοιάζεται για αυτό.

Επίσης, επιστρατεύει influencers και όχι πολιτικούς, για να προωθήσει τις φιλορωσικές θέσεις, καθώς οι πρώτοι θα εμφανιστούν ως« εξαγριωμένοι πολίτες που βιώνουν τα ίδια προβλήματα με τον απλό κόσμο».

Ακόμη, μια τρίτη και πιο ακραία πρακτική είναι να δημιουργεί «σωσίες» πραγματικών ΜΜΕ, ώστε να διασπείρουν fake news, που εύκολα θα γίνουν πιστευτά από τον κόσμο, ειδικά τους ανενημέρωτους.

Το παράδειγμα της εταιρείας Tenet Media

Σύμφωνα με το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης, το κατηγορητήριο προς την εταιρεία «Tenet Media» από το Τενεσί αποκαλύπτει τη ρωσική λογική. Συγκεκριμένα, το κατηγορητήριο περιγράφει ένα σχέδιο, σύμφωνα με το οποίο οι Ρώσοι έστειλαν περίπου 10 εκατομμύρια δολάρια σε δύο ιδιοκτήτες επιχειρήσεων μέσων ενημέρωσης, τους Λώρεν Τσεν και Λάιαμ Ντόνοβαν (Lauren Chen και τον Liam Donovan), οι οποίοι στη συνέχεια πλήρωσαν αμερικανούς συντηρητικούς παράγοντες επιρροής για τη δημιουργία βίντεο και αναρτήσεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Κάποιοι από τους σχολιαστές είχαν σε διαφορετικές χρονικές στιγμές μοιραστεί περιεχόμενο κατά της Ουκρανίας, το οποίο ευθυγραμμιζόταν με τις προτεραιότητες της προσπάθειας. Οι Τσεν και Ντόνοβαν δεν απάντησαν σε αίτημα για σχολιασμό.

Αν και το κατηγορητήριο δεν κατονομάζει το μέσο ενημέρωσης, το οποίο κατηγορείται, το Reuters διαπίστωσε ότι πρόκειται για μια εταιρεία με έδρα το Τενεσί, την «Tenet Media», η οποία αυτοπροσδιορίζεται δημοσίως ως το σπίτι για «άφοβες φωνές». Η Tenet δεν απάντησε σε επανειλημμένα αιτήματα για σχολιασμό. Ιστορικά, έχει απασχολήσει αρκετές εξέχουσες προσωπικότητες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, όπως ο podcaster Τιμ Πουλ και ο πρώην δημοσιογράφος Μπένι Τζόνσον, μεταξύ άλλων.

Το κατηγορητήριο σημειώνει ότι ο Τσεν και ο Ντόνοβαν γνώριζαν ότι δέχονταν χρήματα από τους ρώσους πράκτορες, αλλά οι σχολιαστές που πλήρωναν, πιθανώς, δεν είχαν γνώση της συμφωνίας.

Η «Tenet» διαχειρίζεται ένα κανάλι στο YouTube και διάφορα άλλα προφίλ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπου δημοσιεύει βίντεο και ηχογραφήσεις από τους συνεργάτες της. Σύμφωνα με τα δικαστικά έγγραφα, οι ιδρυτές της «Tenet» κατεύθυναν έναν ανώνυμο σχολιαστή να κάνει ψευδείς ισχυρισμούς στο διαδίκτυο ότι η Ουκρανία και όχι το «Ισλαμικό Κράτος» (ISIS) ήταν υπεύθυνη για μια θανατηφόρα τρομοκρατική επίθεση στη Μόσχα τον Απρίλιο.

Οι Πουλ και Τζόνσον έκαναν δηλώσεις αργά την Τετάρτη παραδεχόμενοι το κατηγορητήριο κατά της «Tenet». Ο Πουλ δήλωσε ότι ποτέ δεν είχε κάποιος άλλος, εκτός από εκείνον, τον πλήρη συντακτικό έλεγχο της εκπομπής και ότι τόσο ο ίδιος όσο και οι άλλες προσωπικότητες και οι σχολιαστές του μέσου εξαπατήθηκαν και είναι θύματα. Από την πλευρά του, ο Τζόνσον έγραψε σε δήλωσή του ότι ενοχλήθηκε από τους ισχυρισμούς του κατηγορητηρίου, οι οποίοι καθιστούν σαφές πως εκείνος και άλλοι παράγοντες επιρροής υπήρξαν θύματα αυτού του υποτιθέμενου σχεδίου.

«Η πληρωμή δημοσιογράφων ή μέσων ενημέρωσης ήταν μια πολύ καθιερωμένη διαδικασία για το ξέπλυμα της προπαγάνδας κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, για παράδειγμα, και αυτό είναι ένα είδος ψηφιακής ενημέρωσης», δήλωσε η Ρενί Ντιρέστα, αναλύτρια ψηφιακής παραπληροφόρησης. «Το γεγονός ότι χρησιμοποιούν influencers αντί για δημοσιογράφους είναι ενδιαφέρον – μια αναγνώριση του πού βρίσκονται οι φωνές με επιρροή στην κοινότητα».