Σε όλο τον κόσμο, οι οικογένειες συρρικνώνονται. Ένα παιδί που γεννήθηκε ή θα γεννηθεί το 2024 ενδεχομένως να μην έχει αδέρφια ή ξαδέρφια. Και εάν συνεχιστούν οι τρέχουσες τάσεις, το ίδιο το παιδί, όταν θα μεγαλώσει, θα αποκτήσει ενδεχομένως μόνο ένα παιδί ή ίσως και κανένα.
Μέχρι τα 35 της το συγγενικό της δίκτυο θα είναι το μικρότερο που έχει καταγραφεί ποτέ στη σύγχρονη εποχή. Και όταν θα φτάσεις το τέλος της ζωής, πιθανόν σε μεγάλη ηλικία, είναι πολύ πιθανόν να φύγει μόνη.
Σύμφωνα με μια πρόσφατη μελέτη, αυτές είναι οι συνέπειες των τάσεων που έχουν καταγράψει οι δημογράφοι και τα συμπεράσματα από τις προβολές που κάνουν για το τέλος του αιώνα. Οι ερευνητές, όπως αναφέρει η El Pais, δεν έχουν αμφιβολία πως η οικογένεια – ανεξάρτητα από το πόσο διαφορετική θα μπορούσε να είναι στο μέλλον – θα συνεχίσει να έχει το ρόλο του «καταφυγίου» και της υποστήριξης, όπως από την αρχή της ανθρώπινης εξέλιξης.
Ωστόσο είναι απαραίτητο να ενισχυθούν οι θεσμοί και οι λειτουργείες δημόσιας υποστήριξης στις περισσότερες χώρες που υπάρχουν και να οικοδομηθούν σε όσες δεν υπάρχουν.
Η συρρίκνωση της οικογένειας
Βάσει του οικογενειακού δικτύου που ορίζεται από τους εν ζωή προπαππούδες και παππούδες, τους γονείς, τα παιδιά και τα δισέγγονα, αλλά και τους θείους και τα ξαδέλφια, το μέγεθος της οικογένειας συρρικνώνεται σταθερά από το 1950.
Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό PNAS , μια γυναίκα που ήταν 65 ετών στα μέσα του περασμένου αιώνα είχε 41 συγγενείς κατά μέσο όρο σε όλο τον κόσμο. Μόλις 150 χρόνια αργότερα, το 2095, μια γυναίκα της ίδιας ηλικίας θα έχει μόνο 25 συγγενείς.
Μερικές φορές, οι μαθηματικοί μέσοι όροι μπερδεύουν περισσότερο παρά διευκρινίζουν, και αυτό συμβαίνει και σε αυτή την περίπτωση, σημειώνεται σε δημοσίευμα της El Pais.
«Ο παγκόσμιος μέσος όρος συσκοτίζει το βάθος των αλλαγών που υφίσταται η οικογένεια στα περισσότερα μέρη. Οι χώρες δεν έχουν ακολουθήσει τις ίδιες τάσεις παγκοσμίως: οι πιο ανεπτυγμένες κοινωνίες έχουν ήδη κάνει την κλασική δημογραφική τους μετάβαση (από τα υψηλά ποσοστά γεννήσεων και θνησιμότητας στα χαμηλά ποσοστά γεννήσεων και θνησιμότητας), ενώ πολλά άλλα έθνη βρίσκονται σε διαφορετικά στάδια αυτής της μετάβασης.
O δημογράφος του Ινστιτούτου Δημογραφικής Έρευνας Max Planck (MPIDR, στη Γερμανία), Ντιέγκο Αλμπουρέζ, επικεφαλής της πρόσφατης έρευνας, υπογραμμίζει πως σε κάθε περίπτωση ο περιορισμός του οικογενειακού δικτύου είναι μια παγκόσμια τάση. Οι οικογένειες στον παγκόσμιο νότο είχαν 31 περισσότερους συγγενείς στην αρχή της περιόδου που μελετήθηκε από εκείνες στις πιο ανεπτυγμένες χώρες. Αυτή η διαφορά θα μειωθεί σε 20 έως το τέλος του αιώνα.
Ο Ντιέγκο Αλμπουρέζ υπογραμμίζει πως η συρρίκνωση της οικογένειας δεν θα είναι μόνο ποσοτική. Η οικογένεια αραιώνει και «πλευρικά», δηλαδή όσον αφορά στα αδέλφια, τα ξαδέλφια και τους θείους. «Αυτό που ονομάζουμε πλευρική συγγένεια πρόκειται να αλλάξει. Ο αριθμός των αδερφών, των ξαδέρφων, των θειών, των θείων και των ανιψιών θα μειωθεί», τονίζει και προσθέτει: «θα βλέπουμε όλο και περισσότερες οικογένειες με το πέρασμα των γενεών, με περισσότερους ηλικιωμένους και μεγαλύτερη διαφορά ηλικίας μεταξύ των “κάθετων” συγγενών».
«Γενιά σάντουιτς»
Αυτό είναι που οι δημογράφοι αποκαλούν «μετάβαση από την οριζόντια στην κατακόρυφη οικογένεια». Σύμφωνα με αυτή τη μελέτη, η απόσταση μεταξύ των νεογέννητων μελών μιας οικογένειας και των παλαιότερων μελών συνεχίζει να αυξάνεται.
Η πιο ακραία περίπτωση είναι η Κίνα. Εκεί η διαδικασία μοιάζει με μια τσίχλα που διαρκώς τεντώνεται. Στη δεκαετία του 1950, στη νεοσύστατη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, τα παιδιά που γεννιόντουσαν είχαν πολλά ξαδέλφια, περίπου 11. Το 2095, οι επιπτώσεις της δρακόντειας πολιτικής του ενός παιδιού της Κίνας που επιβλήθηκε από το καθεστώς μεταξύ 1982 και 2015 για τον έλεγχο της πληθυσμιακής έκρηξης θα συνεχίσουν να γίνονται αισθητές.
Ένα παιδί που γεννήθηκε στα τέλη του αιώνα θα έχει μόνο 1,1 ξάδελφο. Ωστόσο θα έχει γνωρίσει τους τέσσερις παππούδες και ενδεχομένως και έως και έξι από τους προπαππούδες, σχεδόν διπλάσιους, σε σύγκριση με αυτούς που γνώρισαν τα παιδιά που γεννήθηκαν υπό το καθεστώς του Μάο Τσε Τουνγκ, του πατέρα της σύγχρονης Κίνας.
Η Κίνα βρίσκεται στο άκρο μιας παγκόσμιας τάσης: οι οικογένειες επιμηκύνονται σε σημείο που θα είναι σύνηθες φαινόμενο τα δισέγγονα και οι προπαππούδες να συνταντιούνται για αρκετά χρόνια, κάτι που σήμερα είναι σπάνιο στις σύγχρονες κοινωνίες.
Αυτό το φαινόμενο, τονίζεται στο δημοσίευμα της El Pais, θα δημιουργήσει νέα προβλήματα. Ο Ντιέγκο Αλμπουρέζ, που ερευνά τις συγγενικές ανισότητες, εργάζεται για χρόνια πάνω στο φαινόμενο της «γενιάς σάντουιτς». Με το προσδόκιμο ζωής να αυξάνεται, αλλά και τη γονιμότητα να μειώνεται και να καθυστερεί η τεκνοποίηση, οι άνθρωποι γύρω στα 35 έως 50 ετών, ειδικά οι γυναίκες, συντηρούν ολόκληρο το σύστημα.
«Στο βαθμό που μέλη διαφορετικών γενεών ζουν ταυτόχρονα, μπορεί να έχουμε έναν πατέρα και μια γιαγιά, και οι ίδιοι οι γονείς της γιαγιάς μπορεί να είναι ακόμα ζωντανοί. Το άθροισμα των απαιτήσεων για προσοχή και φροντίδα των ηλικιωμένων θα αυξηθεί», λέει ο Ντιέγκο Αλμπουρέζ.
Η ιδέα της «γενιάς σάντουιτς» προέρχεται από την κοινωνιολογία. Η βασική ιδέα αναπτύχθηκε αρχικά στις ΗΠΑ την ιστορική στιγμή που οι γυναίκες εισήλθαν στην αγορά εργασίας σε τεράστιους αριθμούς. «Καθώς οι άνθρωποι ζούσαν περισσότερο, έκαναν παιδιά σε μεγαλύτερη ηλικία, γεγονός που έκανε αυτή τη γενιά γυναικών να εργάζεται ενώ συνέχιζε επίσης να παρέχει φροντίδα στις οικογένειές τους», υπογραμμίζει.
Μια από τις πιο δραματικές αλλαγές
Μια νέα πραγματικότητα καταγράφεται και στα βιολογικά δίκτυα συγγένειας, η οποία περιπλέκει το έργο των δημογράφων και τις εκτιμήσεις τους για τη μελλοντική οικογένεια. Ίσως μια από τις πιο δραματικές αλλαγές που έχει σημειωθεί είναι ο αυξανόμενος αριθμός ατόμων σε αναπαραγωγική ηλικία που δεν κάνουν παιδιά. Προς το παρόν, αυτή η τάση περιορίζεται στις πιο ανεπτυγμένες χώρες. Ωστόσο, όπου σημειώνεται είναι πολύ έντονη.
Η Κλάρα Κορτίνα, ερευνήτρια στην Ομάδα Κοινωνικοδημογραφικής Έρευνας (DemoSoc) του Πανεπιστημίου Pompeu Fabra, παρουσιάζει δύο χαρακτηριστικά γεγονότα: «Το ένα τέταρτο των γυναικών που γεννήθηκαν τη δεκαετία του 1970 δεν έχουν κάνει παιδιά και βιολογικά δεν θα μπορούν πλέον να τα κάνουν. Το ποσοστό των άτεκνων ανδρών είναι ακόμη υψηλότερο, έως και 30%. Δεν ξέρουμε ακόμα τι έχει συμβεί με την επόμενη γενιά, τη γενιά του 1980», αναφέρει, καθώς ακόμη δεν έχουν συγκεντρωθεί τα στοιχεία.
Σε τρεις δεκαετίες, όταν πλησιάσουν στο τέλος της ζωής τους, ίσως κάποιοι να έχουν ένα παιδί ή έναν ανιψιό στο πλευρό τους, αλλά πιθανότατα να μην έχουν και κανέναν. «Στο παρελθόν, δίκτυα αδερφών και φίλων κάλυπταν το κενό. Αλλά δεν ξέρουμε αν αυτό θα συνεχίσει να λειτουργεί στο μέλλον», σημειώνει η Κορτίνα.
Η Τερέζα Κάστρο, του Ινστιτούτου Οικονομικών, Γεωγραφίας και Δημογραφίας (IEGD-CSIC), υποστηρίζει ότι η οικογένεια αλλάζει συνεχώς, αλλά συμφωνεί ότι σε κάθε περίπτωση κατευθύνεται προς χαμηλότερο αριθμό παιδιών, αύξηση της καθετότητας και μεγαλύτερη διαφορά στις ηλικίες μεταξύ των γενεών. «Τα παιδιά θα ευνοηθούν, με όλους τους παππούδες και περιστασιακά τους προπαππούδες τους», αναφέρει, εν μέρει αστειευόμενη. «Για τους ηλικιωμένους, η κατάσταση είναι πολύ διαφορετική: θα έχουν όλο και λιγότερους πιθανούς φροντιστές», προσθέτει.
Κοιτάζοντας το μέλλον, η φροντίδα που δεν θα μπορεί πλέον να προσφέρει η οικογένεια είναι ίσως ο πιο σημαντικός αντίκτυπος. «Οι ηλικιωμένοι δεν περιμένουν πλέον τα παιδιά τους να τους φροντίζουν», καταλήγει η Κάστρο. Σε κοινωνίες με δημόσια ιδρύματα και την ευρωστία για καταφυγή σε ιδιωτικά ιδρύματα δεν υπάρχει πρόβλημα. Αλλά σε άλλες κοινωνίες χωρίς κρατικές υπηρεσίες και τη οικονομική δυνατότητα, αυτή η φροντίδα δεν είναι εφικτή για όλους. Ακόμα κι έτσι, η Κάστρο εκφράζει την ελπίδα της πως «ανεξάρτητα από τις αλλαγές που υφίσταται η οικογένεια, η αλληλεγγύη, η στοργή και οι οικογενειακοί δεσμοί θα παραμείνουν».