Το άλλο πρόσωπο είναι φανερό, αλλά δεν το βλέπουμε. Είναι η δεύτερη αλλά υπαρκτή μορφή του νησιού. Είναι η Μύκονος, που είναι και κάτι άλλο πέρα από το διαδεδομένο. Έξω από το αδιάκοπα προβεβλημένο κοσμοπολίτικο και ψυχαγωγικό της πρόσωπο. Γράφει ο Γιώργος Λαμπίρης Οι κάτοικοι στη Μύκονο ζουν όπως οι κάτοικοι σε όλη την έκταση της ελληνικής επαρχίας. Εξευμενίζουν τα θεία. Προσεύχονται σε αυτά και παρακολουθούν κάθε τελετουργική εκδήλωση που λαμβάνει χώρα στο νησί. Οι Μυκονιάτες σπέρνουν τα χωράφια τους και δρέπουν τους καρπούς της σποράς. Οι Μυκονιάτες είναι οι «αφανείς». Κι όσοι σπεύδουν στο νησί για λίγες μέρες με μοναδικό τους κίνητρο την ολοήμερη διασκέδαση, σπάνια αφήνουν χρόνο για να παρατηρήσουν όσους κινούνται σε άλλο ρυθμό από το δικό τους. Ο άντρας με τα βαριά, αλευρωμένα χέρια ετοιμάζει το ψωμί της ημέρας. Η γυναίκα κατανέμει με επιμέλεια τη ζάχαρη άχνη στα παραδοσιακά αμυγδαλωτά που έχουν βγει νωρίτερα από το φούρνο. Αυτός ο τόπος έχει πατητήρια και φτιάχνει κρασί. Έχει βοσκότοπους. Στη Ρήνεια, το μικροσκοπικό απέναντι νησί, οι κτηνοτρόφοι φέρνουν τα ζωντανά τους για βοσκή.
«Ο λατρεμένος τόπος»
«Ο λατρεμένος τόπος». Αυτός ακριβώς είναι ο χαρακτηρισμός που αποδίδει στη Μύκονο, καθόλα υποκειμενικά, ο φωτογράφος, Βασίλης Βρεττός. Έζησε τις διακοπές του από μικρό παιδί στο νησί κι εκεί συνεχίζει να περνάει τις ελεύθερες – ανέμελες μέρες στον ενήλικο βίο του. Γνώρισε όλες της εκφάνσεις της Μυκόνου. Που εκτός από τόπος κατοικίας είναι και διεθνής προορισμός για τζετ σέτερς. Μέρος διασκέδασης και για όσους από περιέργεια σπεύδουν να ανακαλύψουν εκεί, αυτό που γνωρίζουν οι ταξιδιώτες που προηγήθηκαν και ενώ φεύγουν, συνεχίζουν να συζητούν γι’ αυτό που γνώρισαν. Σπεύδουν επίσης εκεί, όσοι αναρωτιούνται γιατί αυτό το νησί είναι διάσημο. Πολλοί λιγότεροι επισκέπτες παρατηρούν τις ξερολιθιές, αφουγκράζονται το σφύριγμα του ανέμου στις γωνίες των παραθύρων και στις πέτρες, λαξεμένες βάναυσα από τον αέρα και το αλάτι.
Η Δήλος