Τα Χριστούγεννα είναι συχνά αφορμή για να ανατρέξουμε στις παιδικές μας αναμνήσεις. Σε όλα εκείνα τα δώρα που περιμέναμε με αγωνία να βρούμε κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο, στο απρόσμενο που μας γέμιζε χαρά. Αναπόσπαστο κομμάτι της εποχής της αθωότητας τα παραμύθια και όλα εκείνα τα διηγήματα που έκαναν τη φαντασία μας να γεμίζει με εικόνες και χρώματα και που ακόμα και στην ενήλικη ζωή παραμένουν ζωντανά. Ποιος ξεχνάει τη «Χιονάτη και τους 7 νάνους», τη «Ραπουνζέλ», το «Χάνσελ και Γκρέτελ», τη «Σταχτοπούτα», τον «Πίτερ Παν» και τον «Τομ Σόγιερ»; Η απάντηση είναι «κανείς», ακόμα και αν οι πραγματικές ιστορίες πίσω από τα διηγήματα δεν είναι πασπαλισμένες με χρυσόσκονη και μαγεία και δεν τελείωναν πάντα με το «έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα». Οι συγγραφείς τους όμως γνώριζαν την εύθραυστη παιδική ψυχή και τα τροποποίησαν ώστε το τέλος να είναι χαρούμενο και συμβατό με τα παιδικά συναισθήματα. Ας δούμε τις πραγματικές εκδοχές πίσω από τις λατρεμένες ιστορίες…
Η Χιονάτη και οι 7 νάνοι
Η ιστορία της Χιονάτης είναι από τις πιο αγαπημένες των κοριτσιών, με τους συμπαθητικούς νάνους και τη μοχθηρή βασίλισσα, που δεν μπορούσε να δεχτεί ότι καμία δεν ήταν ομορφότερη από εκείνη. Το παραδοσιακό παραμύθι των αδερφών Γκριμ πρωτοδημοσιεύτηκε το 1812 με τον τίτλο «Η Μικρή Χιονάτη/Χιονατοπούλα», ενώ υπήρξαν και αρκετές εκδοχές του παγκοσμίως. Είναι επίσης η πρώτη από τις πριγκίπισσες της Disney που εμφανίζεται στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία κινουμένων σχεδίων του Walt Disney to 1937. Το παραμύθι είναι βασισμένο στην τραγική ζωή μιας αρχόντισσας της Βαυαρίας του 16ου αιώνα, της Margarete von Waldeck. Η Margarete μεγάλωσε στο Bad Wildungen και η οικογένειά της διέθετε ένα ορυχείο χαλκού, με επικεφαλής τον αδερφό της αρχόντισσας, που χρησιμοποιούσε ως εργάτες μικρά παιδιά. Τα παιδιά είχαν υποστεί πολλαπλές σωματικές παραμορφώσεις εξαιτίας των δύσκολων συνθηκών εργασίας στο ορυχείο και αυτός ήταν ο λόγος που τα είχαν χαρακτηρίσει «νάνους». Η μητριά της Margarete τη φθονούσε για την απαράμιλλη ομορφιά της και την έστειλε στις Βρυξέλλες, για να την ξεφορτωθεί. Εκεί η Margarete γνώρισε τον βασιλιά Φίλιππο της Ισπανίας τον Γ’, που την ερωτεύτηκε σφόδρα. Όμως ο πατέρας του, ο βασιλιάς της Ισπανίας, δεν ενέκρινε το ειδύλλιο και τη δηλητηρίασε. Το δηλητηριασμένο μήλο που έδωσε η κακιά βασίλισσα στη Χιονάτη στο ομώνυμο παραμύθι έχει και αυτό την προέλευσή του στην αληθινή ιστορία. Οι αδερφοί Γκριμ το εμπνεύστηκαν από έναν γέρο που πρόσφερε τα δηλητηριασμένα φρούτα στους εργάτες του, αλλά και σε παιδιά που πίστευε ότι τον έκλεβαν.
Ραπουνζέλ
Άλλο ένα παραμύθι των αδερφών Γκριμ που δημοσιεύτηκε το 1812 και έχει τις ρίζες του στον τρίτο αιώνα μ.Χ. Η Ραπουνζέλ στην αληθινή ιστορία είναι η κόρη ενός εύπορου εμπόρου της Μικράς Ασίας, ο οποίος τη λάτρευε τόσο ώστε να της απαγορεύει να συνάπτει οποιαδήποτε σχέση με το αντίθετο φύλο. Κάθε φορά που ο έμπορος έφευγε για κάποιο ταξίδι κλείδωνε την κόρη του σε έναν ψηλό πύργο. Το θέμα με τα μακριά χρυσά μαλλιά της Ραπουνζέλ στο παραμύθι, τα οποία έριχνε η κοπέλα κάθε φορά που ήθελε να ανέβει στον πύργο η μάγισσα στην οποία την είχε τάξει ο πατέρας της, φαίνεται πως ήταν μια προσθήκη των αδερφών Γκριμ καθώς στην αληθινή ιστορία δεν υπάρχει καμία αναφορά. Όσο η νεαρή όμορφη κοπέλα παρέμεινε κλειδαμπαρωμένη μέσα στον πύργο έψαχνε ένα στήριγμα, που θα τη βοηθούσε να αντέξει την αιχμαλωσία της. Πηγές αναφέρουν ότι στράφηκε στη θρησκεία και συγκεκριμένα στο Χριστιανισμό και μάλιστα οι προσευχές της ήταν τόσο δυνατές που τις άκουγαν οι κάτοικοι της πόλης. Ο πατέρας της έμαθε τα καμώματά της και έξαλλος την πήγε μπροστά στον ανθύπατο της επαρχίας που τον διέταξε να τη σκοτώσει, αλλιώς θα έπρεπε να του δημεύσουν την περιουσία. Ο άνδρας την αποκεφάλισε και λίγο μετά το θάνατό της χτυπήθηκε από κεραυνό και πέθανε. Στο παραμύθι το τέλος φυσικά δεν είναι θλιβερό. Η Ραπουνζέλ ξεπερνά τα εμπόδια που τις βάζει η κακιά μάγισσα και παντρεύεται το βασιλόπουλο, με το οποίο έζησαν ευτυχισμένοι μαζί με τα παιδιά τους.
Χάνσελ και Γκρέτελ
Και οι αδερφοί Γκριμ «ξαναχτυπούν» πάλι την ίδια χρονολογία, το 1812 με την αγαπημένη σε όλους ιστορία των δύο αδερφών, του Χάνσελ και της Γκρέτελ, που εγκαταλείπονται από τους γονείς τους σε ένα δάσος αφού η φτώχεια τους εμπόδιζε να τα αναθρέψουν. Όπως θυμόμαστε τα δύο αδέρφια κατάφεραν να ξεφύγουν από την κακιά μάγισσα, που ετοιμαζόταν να τα ψήσει στο φούρνο και να επιστρέψουν στο φτωχό σπιτικό τους. Η αληθινή ιστορία πάει πίσω στο 1315-1327 μ.Χ. όταν η ανέχεια και η πείνα είχαν πάρει τη μορφή επιδημίας που διέλυε την ηπειρωτική Ευρώπη και την Αγγλία. Πολλοί ήταν οι γονείς που τότε, χάνοντας τις ελπίδες τους εγκατέλειπαν τα παιδιά τους. Ο Χάνσελ και η Γκρέτελ βρέθηκαν τυχαία στο σπίτι μιας επιτυχημένης φουρνάρισσας της Katharina Schraderin. Εκείνη έφτιαξε ένα πολύ νόστιμο μπισκότο που προκάλεσε το φθόνο ενός φούρναρη. Της έβγαλε τη φήμη της μάγισσας και οι γείτονες την έκαψαν μέσα στον ίδιο της το φούρνο. Στην αρχική μορφή του, το παραμύθι αποτελούσε καταγγελία για τις κοινωνικές δομές της εποχής. Σύμφωνα όμως με τον αυστραλοαμερικανό ψυχαναλυτή Bruno Bettelheim είναι κάτι πολύ περισσότερο από δυο γονείς που εγκαταλείπουν τα παιδιά τους και η κακιά μάγισσα προσπαθεί να τα σκοτώσει. «Αφορά την απληστία, την παιδική οπισθοδρόμηση, το άγχος του αποχωρισμού και το φόβο της πείνας», επισημαίνει.
Σταχτοπούτα
Η ηρωίδα του Σαρλ Περώ, την οποία η μητριά και οι ετεροθαλείς αδερφές της υποβίβαζαν και την ανάγκαζαν να κοιμάται στις στάχτες του τζακιού, προέρχεται από τη Ροδόπη της ελληνικής μυθολογίας. Η Ροδώπις (που σημαίνει ροδομάγουλη) ήταν μια πανέμορφη αιγύπτια σκλάβα και η ιστορία της αποτελεί τον πρωταρχικό πυρήνα του διάσημου παραμυθιού. Πολλοί πίστευαν ότι η Ροδώπις ήταν Ελληνίδα από τη Θράκη και ότι αρχικώς ονομαζόταν Δωρίχα. Το αφεντικό της την εκτιμούσε πολύ και αυτό προκαλούσε τη ζήλια των άλλων δούλων, που την ανάγκαζαν να κάνει τις πιο βαριές δουλειές. Μια μέρα και ενώ έπλενε ρούχα στο ποτάμι ένας αετός άρπαξε το ένα σανδάλι από το ζευγάρι που της είχε χαρίσει το αφεντικό της, το οποίο κατέληξε στα πόδια του βασιλιά Ψαμμήτιχου, που βασίλευε στη Μέμφιδα. Ενθουσιασμένος από το κομψό υπόδημα και πιστεύοντας ότι αυτό ήταν σημάδι από το θεό Ώρο, ζήτησε από ανθρώπους του να βρουν την κάτοχό του. Όταν βρήκαν τη Ροδώπη την παρουσίασαν στο βασιλιά και αυτός έκθαμβος από την ομορφιά της την παντρεύτηκε. Το παραμύθι της Σταχτοπούτας έχει διασκευαστεί σε μπαλέτο και σε όπερα, ενώ έχουν γυριστεί και αρκετές ταινίες βασισμένες στην ιστορία, με γνωστότερη αυτή του Walt Disney.
Πίτερ Παν
Όλοι μας θέλαμε κάποια στιγμή της ζωής μας να γίνουμε ένας Πίτερ Παν. Ένα ανέμελο, σκανδαλιάρικο παιδί, που αρνείται να μεγαλώσει, μιλάει με νεράιδες και πειρατές και μόνο αυτό ξέρει να πετάει στη «Χώρα του Ποτέ». Το μυθιστόρημα του Τζέιμς Μπάρι, που εκδόθηκε το 1904 στο Λονδίνο, σημείωσε πολύ μεγάλη επιτυχία και μεταφέρθηκε στο θέατρο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση, ενώ συχνά ο χαρακτήρας του Πίτερ Παν έγινε αντικείμενο ψυχολογικής ανάλυσης. Το σύμβολο της αιώνιας νιότης και χαράς, το παιδί που δεν θέλει να ανδρωθεί πήρε σάρκα και οστά από τη ζωή του συγγραφέα του, Τζέιμς Μπάρι. Ο Μπάρι γεννιέται το 1880 και στην ηλικία των 6 ετών χάνει τον πολυαγαπημένο του αδερφό, του οποίου τη συμπεριφορά αρχίζει να μιμείται. Στα 13 του σταματάει να μεγαλώνει -κυριολεκτικά- δεν ψηλώνει, ενώ ακόμα και μετά τα 20 δεν μοιάζει με άνδρα, αλλά με παιδί. Του άρεσε να δημιουργεί ιστορίες γι’ αυτό και όταν τελείωσε το σχολείο μετακόμισε στο Λονδίνο για να γίνει συγγραφέας και να δει σύντομα τη δουλειά του να γίνεται γνωστή και αποδεκτή. Το σημείο καμπής στη ζωή του έρχεται όταν γνωρίζει την οικογένεια του Arthur Davies και αρχίζει να λατρεύει τα παιχνίδια με τα πέντε αγόρια του. Μαζί με αυτά έφτιαχνε ιστορίες και έπαιζαν διάφορους φανταστικούς ρόλους. Το 1902 ο Μπάρι δημοσίευσε ένα παραμύθι με αυτές τις περιπέτειες με τίτλο «The Little White Bird». Σε μία από αυτές τις ιστορίες, ο αφηγητής αναφέρει την ύπαρξη ενός 7χρονου αγοριού, του Πίτερ Παν, ο οποίος μπορεί να πετάει μακριά από τους γονείς του και ζει με νεράιδες. Ο Μπάρι γνώριζε ότι το ελεύθερο πνεύμα των αγοριών Davies ήταν αυτό που τον βοήθησε να εμπνευστεί τον Πίτερ Παν. Η οικογένεια Davies -η αξιαγάπητη μητέρα, ο ανυπόμονος πατέρας και τα αξιολάτρευτα αγόρια- αποτέλεσαν το «μοντέλο» των Darlings στο έργο. Ο κ. Darling πήρε το όνομα του μεγαλύτερου αγοριού, George Davies, ο Jack Davies έγινε John Darling, οι Michael και Nicholas έγιναν Michael Nicholas Darling και ο Peter Davies έγινε ο Πίτερ Παν. Ο συγγραφέας εμφανίζεται ως ο Κάπτεν Τζέιμς Χουκ, ο οποίος έχει μόνο ένα χέρι, το αριστερό, μιας και ο Μπάρι υπέφερε από τενοντίτιδα και το δεξί του χέρι ήταν παράλυτο. Τον Κάπτεν Χουκ καταδιώκει ένας κροκόδειλος, ο οποίος έχει καταπιεί ένα ρολόι που χτυπά. Οι βιογράφοι του Μπάρι εκτιμούν ότι ήταν μια μεταφορά ότι «τον κυνηγούσε αδυσώπητα ο χρόνος».
Τομ Σόγιερ
Το 1876 ο Σάμιουελ Λ. Κλέμενς, γνωστός ως Μαρκ Τουέιν, φτιάχνει τον Τομ Σόγιερ, το αγόρι που είναι συνώνυμο της σκανταλιάς. Ένα άτακτο, παμπόνηρο και γενναίο αγόρι, που δεν του αρέσει να πηγαίνει σχολείο και διαρκώς ψάχνει για νέες περιπέτειες. Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου ο αναγνώστης τον παρακολουθεί να αποδύεται σε ένα κυνήγι θησαυρού, να ερωτεύεται, να βάζει τα γυαλιά στους μεγάλους. Ο Τομ Σόγιερ φαίνεται πως ήταν πραγματικό πρόσωπο και φίλος του Τουέιν όταν εκείνος δούλευε ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα «San Francisco Call» το 1863. Ένας πυροσβέστης, που του άρεσε να πίνει και να διηγείται τις ιστορίες του για όλους εκείνους τους ανθρώπους που είχε σώσει. Κάπου εκεί, ανάμεσα στα ποτά, μια μέρα ο Σαμ του είπε: «Τομ, θα γράψω ένα βιβλίο για ένα αγόρι και αυτό που έχω στο μυαλό μου είναι το πιο σκληρό αγόρι του κόσμου. Τομ, αυτό το αγόρι θα είναι τόσο σκληρό όσο μάλλον ήσουν και εσύ», ανέφερε το περιοδικό Smithsonian. Το 1866 ο Τουέιν εγκαταλείπει το Σαν Φρανσίσκο και οι δύο άντρες δεν συναντώνται ποτέ ξανά. Το 1876 δημοσιεύει τις «Περιπέτειες του Τομ Σόγιερ» και οι εκδοχές του για το αν ο ήρωας ήταν πραγματικό πρόσωπο ποικίλλουν. Αρχικά είπε ότι είχε εμπνευστεί από τρία αγόρια, ενώ αργότερα ότι ο ίδιος ήταν η έμπνευση για το βιβλίο. Το 1898 όμως ο πυροσβέστης Τομ Σόγιερ δίνει συνέντευξη και μιλάει για την επίδραση που είχε στον Τουέιν στη σύλληψη του ήρωα του βιβλίου. «Ο Σαμ (το πραγματικό μικρό όνομα του Μαρκ Τουέιν) αγαπούσε τα παιδιά. Όποτε τα έβλεπε στο δρόμο να τσακώνονται ερχόταν και μου περιέγραφε τις περιπέτειές του. Και εγώ του έλεγα “Ποτέ δεν θα βρεις κανένα παιδί που να είναι περισσότερο διαβολόπαιδο απ’ ότι εγώ”. Τότε, σύμφωνα με τον Τομ, ο συγγραφέας του είπε ότι θα γράψει ένα βιβλίο με ήρωα εκείνον. «Να το κάνεις Σαμ, απλά μην ατιμώσεις το όνομά μου» του είχε πει. Δείτε όλα τα θέματα του Weekend