Δύο φορές το μήνα δύο Ιάπωνες φορούν καταδυτικό εξοπλισμό και βουτούν στη θάλασσα. Ο ένας αναζητεί τη γυναίκα του, ο άλλος την κόρη του. Και οι δύο χάθηκαν στο καταστροφικό τσουνάμι που έπληξε την Ιαπωνία πριν από τέσσερα χρόνια. Γνωρίζουν και οι δύο πως οι αγαπημένες τους δεν είναι πια ζωντανές, αλλά η ελπίδα να βρουν κάτι, ότιδήποτε, τους δίνει έναν σκοπό- κάτι που χρειάζονται απεγνωσμένα. Κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας στον κόλπο Onagawa, στην επαρχία Miyagi της νοτιοανατολικής Ιαπωνίας κείτονται στον βυθό ψυγεία, τηλεοράσεις, αυτοκίνητα και χίλια δυο άλλα, θαμμένα κάτω από ένα στρώμα λάσπης. «Φανταστείτε μια μεγάλη πόλη, βάλτε τη στο μίξερ και πετάξτε τη στον ωκεανό». Με τη φράση αυτή περιέγραψε ένας ωκεανογράφος το αποτέλεσμα του τσουνάμι στην ιαπωνική ακτή. Κάτω από την επιφάνεια του νερού, τα περισσότερα αντικείμενα παραμένουν εκεί όπου τα άφησε η βία των κυμάτων. Στη στεριά πάλι, όλα έχουν αλλάξει. Τα αλιευτικά σκάφη βγαίνουν και πάλι για ψάρεμα- η λειτουργία τους είναι θεμελιώδης για την τοπική οικονομία. Τα ερείπια του κάποτε πολύβουου λιμανιού έχουν πια απομακρυνθεί και στη θέση τους βρίσκεται μια τεράστια έκταση από τσιμέντο. Άδεια, εκτός από έναν αλλόκοτο αυτοσχέδιο «ναό» που στήθηκε στο σημείο όπου βρισκόταν το υποκατάστημα της τράπεζας Shichijushichi. Όταν ήχησε ο συναγερμός για τσουνάμι, στις 14:50 το απόγευμα τις 11ης Μαρτίου 2011, οι εργαζόμενοι στην τράπεζα είχαν πολλή δουλειά καθώς ασχολούνταν με τη ζημιά που είχε προκαλέσει ο ισχυρός σεισμός που είχε σημειωθεί λίγα λεπτά πριν. Ο διευθυντής του καταστήματος έλειπε σε συναντήσεις με πελάτες. Επιστρέφοντας στη δουλειά με το αυτοκίνητο έβλεπε τη θάλασσα να αποτραβιέται, σαφές σημάδι πως επίκειται τσουνάμι. Μόλις έφτασε στο υποκατάστημα είπε σε όλους τους υπαλλήλους να σταματήσουν τη δουλειά και να ανέβουν στην ταράτσα του διώροφου κτηρίου όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Μόλις ανέβηκαν άκουσαν τη σειρήνα και το δημοτικό ραδιόφωνο να προειδοποιεί τους πολίτες να αποφύγουν τα μέρη κοντά στη θάλασσα. Λίγες εκατοντάδες μέτρα μακριά ήταν οι παρυφές του βουνού Horikiri όπου κάποιοι είχαν ήδη βρει καταφύγιο. Μία εργαζόμενη ρώτησε αν μπορούσε να φύγει και να πάει σπίτι της επειδή ανησυχούσε για τα παιδιά της. Ο διευθυντής της είπε πως δεν μπορούσε να τη σταματήσει κι έτσι εκείνη έτρεξε στο αυτοκίνητό της, σταθμευμένο σε απόσταση 300 μέτρων, και έφυγε. Ο διευθυντής είπε στους υπόλοιπους να παρακολουθούν τη θάλασσα, που βρισκόταν κανονικά σε απόσταση 100 μέτρων, και να ακούν ειδήσεις. Το ραδιόφωνο προειδοποιούσε πως στις 15:10 θα χτυπούσε την περιοχή τσουνάμι έξι μέτρων. Ανάμεσα στους 13 υπαλλήλους της τράπεζας που είχαν ανέβει εκείνη την ημέρα στην ταράτσα ήταν η 47χρονη Yuko Takamatsu. Ο σύζυγός της Yasuo την είχε αφήσει το ίδιο πρωί στη δουλειά της με το αυτοκίνητό του, αν και έμεναν μόλις μερικά λεπτά μακριά. Κατά τη διάρκεια της σύντομης διαδρομής συζητούσαν για το τι θα φτιάξουν για βραδινό. «Μη μου λες “όλα μου αρέσουν”!», του είχε πει. Μαζί με τη Yuko στην ταράτσα ήταν και η 26χρονη συνάδελφός της Emi Narita από τη γειτονική πόλη Ishinomaki, όπου ο πατέρας της διατηρούσε μονάδα επεξεργασίας ψαριών. Τον είχε δει το προηγούμενο βράδυ που είχε πάει εκεί για να πάρει φαγητό- η γιαγιά της ήθελε ακόμα να της μαγειρεύει. Πάνω στην ταράτσα της τράπεζας οι εργαζόμενοι συζητούσαν αν υπήρχε ακόμα χρόνος να διαφύγουν στο κοντινό νοσοκομείο, που ήταν πολύ ψηλότερο και πιο γερό. Αποφάσισαν όμως να μείνουν. Ούτως ή άλλως ένα τσουνάμι 6 μέτρων θα έφτανε μόλις μέχρι τον πρώτο όροφο του κτηρίου. Κάποιοι κατέβηκαν στα γραφεία και πήραν τα παλτό τους- είχε πολύ κρύο και υπήρχε ακόμα χιόνι στο έδαφος. Η Yuko έστειλε ένα sms στον άνδρα της: «Είσαι καλά; Θέλω να πάω σπίτι». Το τσουνάμι χτύπησε την Onagawa λίγα δευτερόλεπτα μετά. Το βίντεο που τράβηξε ένας επιζών δείχνει τα μαύρα ορμητικά νερά να προχωρούν μέσα στην πόλη σαρώνοντας τα πάντα στο πέρασμά τους. Κτήρια χάνονταν, αυτοκίνητα και φορτηγά σηκώνονταν σαν να ήταν παιδικά παιχνίδια. Μέσα σε λίγα λεπτά η θάλασσα είχε καταλάβει περιοχές που θεωρούνταν ασφαλείς. Η τράπεζα πλημμύρισε πολύ γρήγορα, μόλις σε πέντε λεπτά το νερό είχε γεμίσει το μισό κτήριο. Οι εργαζόμενοι αποφάσισαν να ανέβουν ακόμα πιο ψηλά, πάνω στην οροφή ενός μικρού δωματίου χτισμένου στην ταράτσα. Καθώς ανέβαιναν την τριών μέτρων σκάλα ο ισχυρός άνεμος σχεδόν τους παρέσυρε. Υπήρξαν πολλοί μάρτυρες της απελπισμένης προσπάθειας των ανθρώπων αυτών να βρουν ασφάλεια και σωτηρία. Αλλά το τσουνάμι αποδείχθηκε πολύ, πολύ χειρότερο και ισχυρότερο απ’ ό,τι είχαν όλοι φανταστεί. Το σχέδιο άμυνας της πόλης είχε βασιστεί εν πολλοίς στο χειρότερο τσουνάμι που είχε καταγραφεί ποτέ, ύψους έξι μέτρων, στη Χιλή του 1960. Αλλά αυτό αποδείχθηκε περισσότερο από τρεις φορές μεγαλύτερο. Το αποτέλεσμα ήταν πολλά πιστοποιημένα καταφύγια να πλημμυρίσουν, ακόμα και το νοσοκομείο πλημμύρισε με αποτέλεσμα τέσσερις άνθρωποι να χάσουν τη ζωή τους μέσα στο κτήριο και 16 στο πάρκινγκ. Η Onagawa ήταν μια από τις περιοχές που επλήγη περισσότερο από το τσουνάμι. Η πόλη δεν είχε πολλές ελπίδες ευρισκόμενη ανάμεσα στο βουνό και τον ωκεανό. Εικόνες από δορυφόρο έδειξαν πώς η θάλασσα έφτασε και σάρωσε την πόλη, περισσότερα από 5.000 κτήρια παρασύρθηκαν ή καταστράφηκαν ολοσχερώς. Κτήρια αποκόπηκαν από τα θεμέλιά τους, ένα τραίνο βρέθηκε πάνω στο λόφο. Το επόμενο πρωί ο Yasuo Takamatsu προσπαθούσε να φτάσει στο νοσοκομείο αναζητώντας Yuko. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το αυτοκίνητό του και να σπρώχνει τα συντρίμμια με τα χέρια για να φτάσει. Προς μεγάλη του έκπληξη, η γυναίκα του δεν ήταν εκεί. «Πολλοί άνθρωποι είχαν βρει καταφύγιο στο νοσοκομείο, μου είπαν πως την είχε παρασύρει το τσουνάμι. Έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου, έχασα όλη τη δύναμή μου, σαν να την είχε παρασύρει κι αυτή το νερό», λέει. Ο πατέρας της Εmi Narita, Masaaki, χρειάστηκε λίγο περισσότερο χρόνο για να μάθει τι είχε συμβεί στην κόρη του, στις χαοτικές ημέρες που ακολούθησαν την καταστροφή. Ο ίδιος με την πεθερά του είχαν γλιτώσει στο παρά πέντε, με το τσουνάμι να περνά μόλις λίγα αυτοκίνητα πίσω τους. Για τέσσερις ημέρες δεν κατάφερε να επικοινωνήσει με τη γυναίκα του, η οποία εργαζόταν ως νοσοκόμα μακριά από το σπίτι τους. Εκείνη ήταν που του είπε πως η Emi αγνοείτο. «Δεν μπορούσα να το πιστέψω, ακόμα και σήμερα δεν μπορώ να το πιστέψω. Μέχρι εκείνη τη στιγμή ήμουν σίγουρος πως είναι ασφαλής». Σχεδόν ένας στους δέκα κατοίκους της πόλης είτε έχασε τη ζωή του είτε αγνοείτο. Η πλειονότητα των επιζώντων ζούσε σε καταυλισμούς. Περνούσαν τις ημέρες τους ψάχνοντας τα αγαπημένα τους πρόσωπα μέσα στο χάος και περπατώντας χιλιόμετρα μέσα σε ερείπια και λάσπη. Εκεί ήταν και ο Takamatsu, που έψαχνε τη γυναίκα του, Yuko. «Έψαξα παντού, ήταν άφαντη», λέει. Το μόνο που βρέθηκε τελικά ήταν το κινητό της τηλέφωνο που εντοπίστηκε στο πάρκινγκ πίσω από το κτήριο της τράπεζας. Αρχικά ο άνδρας πίστευε πως το τηλέφωνο δεν θα δούλευε επειδή είχε μουλιάσει στο νερό αλλά μήνες αργότερα, όταν δοκίμασε να το θέσει σε λειτουργία, αυτό σαν από θαύμα λειτούργησε. Τότε είδε πως η γυναίκα είχε προσπαθήσει να του στείλει άλλο ένα μήνυμα, το οποίο εκείνος δεν έλαβε ποτέ. «Το τσουνάμι είναι καταστροφικό», έγραφε. Από τους 13 ανθρώπους που είχαν αναζητήσει καταφύγιο στην ταράτσα, την ώρα της καταστροφής, επέζησε ένας. Παρασύρθηκε από τα νερά αλλά κρατήθηκε από ένα αντικείμενο που επέπλεε και βρέθηκε στη θάλασσα, σχεδόν αναίσθητος μέσα στα παγωμένα νερά. Τον έσωσε ώρες αργότερα ένα αλιευτικό. Οι σοροί τεσσάρων εργαζομένων βρέθηκαν αλλά οκτώ αγνοούνται ακόμα, τέσσερα χρόνια μετά. Ανάμεσά τους οι σοροί της Emi και της Yuko. Η εργαζόμενη που έφυγε για να πάει σπίτι με το αυτοκίνητό της διασώθηκε. «Δεν καταλαβαίνω γιατί ανέβηκαν στην ταράτσα», επιμένει ο Narita, «από εκεί δεν υπάρχει άλλος δρόμος διαφυγής. Αν είχαν πάει στο βουνό θα μπορούσαν να είχαν ανέβει σε ένα ψηλότερο σημείο». Το κτήριο της τράπεζας παρασύρθηκε από τα νερά όπως και όλα τα υπόλοιπα κτήρια του λιμανιού, εκτός από ένα, το οποίο διατηρήθηκε ως μνημείο. Παρότι η πόλη άρχισε να ανοικοδομείται, οι οικογένειες των αγνοουμένων είναι δύσκολο να προχωρήσουν. «Έχουμε κολλήσει στο 2011», λέει ο Narita ενώ ο Takamatsu νιώθει να τον στοιχειώνει το μήνυμα της γυναίκας του. «Έχω αυτό το αίσθημα πως ακόμα θέλει να γυρίσει σπίτι», λέει. «Εύχομαι να είχα πάει να την πάρω από την τράπεζα μόλις έγινε ο σεισμός, αλλά ακόμα δεν ξέρω αν θα ήταν η σωστή απόφαση. Σύμφωνα με την προειδοποίηση για τσουνάμι έπρεπε να μείνουμε μακριά από την ακτογραμμή και αν πήγαινα να την πάρω μπορεί και να με παρέσυρε κι εμένα το τσουνάμι. Ταυτόχρονα όμως εύχομαι να είχα πάει και να την είχα σώσει». Πριν δυο χρόνια είδε δύτες της ιαπωνικής ακτοφυλακής να κάνουν έρευνες για τους αγνοούμενους και του μπήκε η ιδέα να κάνει κι εκείνος το ίδιο- και πιθανώς να φέρει τη Yuko στο σπίτι. «Έτσι έμαθα να κάνω καταδύσεις. Ένιωθα πως μπορεί μια μέρα να τη συναντούσα, όσο συνέχιζα να βουτάω», εξηγεί. Ο Takamatsu έπρεπε να πάρει δίπλωμα καταδύσεων και άρχισε να κάνει μαθήματα. Είπε στον Narita για τα σχέδιά του και προθυμοποιήθηκε να αναζητήσει και την Emi. Τότε ο Narita αποφάσισε να βουτήξει μαζί του. Το να μάθουν να κάνουν καταδύσεις ήταν μια δοκιμασία γι’ αυτούς τους άνδρες που διένυαν την 6η δεκαετία της ζωής τους. Ύστερα από μήνες εξάσκησης πήραν το περασμένο καλοκαίρι την απαραίτητη πιστοποίηση και από τότε έχουν βουτήξει περισσότερες από 80 φορές. Η έρευνα αυτή τους έδωσε έναν σκοπό και τους ανέβασε το ηθικό. «Πριν αρχίσω της καταδύσεις δεν μπορούσα να κάνω τίποτα αλλά αφότου αποφάσισα να βρω την κόρη μου μόνος μου είμαι πιο θετικός, έστω λίγο. Η έρευνα μου δίνει θάρρος», λέει ο Narita. «Ήταν θλιβερό το να μην κάνω τίποτα», προσθέτει ο Takamatsu. «Αρχικά ήθελα μόνο να βρω τη γυναίκα μου αλλά τώρα ελπίζω να βρω κι άλλους». Δεν είναι εύκολο. Ο κόλπος είναι πολύ βαθύς και πολλά αντικείμενα είναι θαμμένα κάτω από ένα παχύ στρώμα λάσπης. Οι δύο απελπισμένοι δύτες έχουν κάποιες καλές ημέρες. Σε μια κατάδυση βρήκαν ένα κουτί καλλιγραφίας με το όνομα του ιδιοκτήτη του πάνω, σε μία άλλη ένα γαμήλιο άλμπουμ. Όποτε βρίσκουν κάτι που έχει πάνω όνομα αμέσως αναζητούν τον ιδιοκτήτη του. Εκτιμάται πως από το τσουνάμι βρέθηκαν στη θάλασσα πέντε εκατομμύρια τόνοι ερειπίων. Τα δύο τρίτα βούλιαξαν κοντά στην ακτή, καλύπτοντας ολοκληρωτικά τον βυθό και προκαλώντας ζημιά στο θαλάσσιο περιβάλλον. Το ένα τρίτο έφυγε με τα ρεύματα και πλέει σε τεράστια κομμάτια που φαίνονται από δορυφόρο. Στις ακτές της βόρειας Αμερικής και της Χαβάης ακόμα η θάλασσα ξεβράζει βάρκες, φιάλες προπανίου και πόρτες ψυγείων. Οι σοροί τουλάχιστον 2000 ανθρώπων, από τους περίπου 16.000 που έχασαν τη ζωή τους στο τσουνάμι, δεν βρέθηκαν ποτέ. Πόσο μακριά μπορεί να έφτασαν εκείνοι που αγνοούνται από την Onagawa; Όχι πολύ εκτιμά ο Hiroshi Kitazato από την ιαπωνική υπηρεσία Έρευνας και Τεχνολογίας, τονίζοντας πως πλέον αν και ό,τι είχε απομείνει έχει επιστρέψει και ενσωματωθεί στη Φύση. Παρά το μάταιο των προσπαθειών τους, ο Takamatsu και ο Narita δεν σκοπεύουν να τα παρατήσουν. «Ακόμα ελπίζω πως μπορεί να βρούμε κάτι, μία σορό, κι ας μην είναι της κόρης μου», λέει ο Narita. «Θέλω να ψάξω για την κόρη μου όσο το σώμα μου αντέχει. Αν τα παρατήσω αποκλείεται να βρω κάτι. Αν συνεχίσω να ψάχνω, μπορεί να έχω μια πιθανότητα». Το ίδιο νιώθει και ο Takamatsu. «Θέλω να συνεχίσω την αναζήτησή μου όσο αντέχω, ακόμα κι αν οι πιθανότητες να τη βρω είναι λίγες. Ξέρω πως δεν ζει πια αλλά δεν θέλω να μείνει μόνη της μέσα στη θάλασσα. Θέλω να τη βρω και να τη φέρω σπίτι…». Δείτε όλα τα θέματα του Weekend