Ως την πιο ριζοσπαστική αλλαγή στο ποδόσφαιρο, από την καθιέρωση κανονισμών, χαρακτηρίζει η βρετανική κυβέρνηση τη «Λευκή Βίβλο» για την αναδιάρθρωση του επαγγελματικού ποδοσφαίρου, η οποία δόθηκε σήμερα (23/2) στη δημοσιότητα. Η μεγάλη αλλαγή που προβλέπει είναι η θέσπιση μίας ανεξάρτητης ρυθμιστικής αρχής με διευρυμένες εξουσίες, η οποία θα είναι υπεύθυνη για τον έλεγχο της βιωσιμότητας των συλλόγων, τη συστημική σταθερότητα και την πολιτιστική κληρονομιά του ποδοσφαίρου.
Σύμφωνα με την κυβέρνηση, η ανεξάρτητη ρυθμιστική αρχή προτάθηκε από φιλάθλους και κρίνεται απαραίτητη λόγω των ολοένα αυξανόμενων διαφορών στην πυραμίδα του αγγλικού ποδοσφαίρου. Παρότι η Premier League παραμένει το σημείο αναφοράς για μία επιτυχημένη λίγκα, οι χαμηλότερες κατηγορίες είναι γεμάτες με περιπτώσεις συλλόγων που αντιμετωπίζουν πολύ σοβαρά οικονομικά προβλήματα και εξαγοράζονται από αμφιλεγόμενους ιδιοκτήτες.
Σύμφωνα με τον υπουργό Αθλητισμού, Στιούαρτ Άντριου, κρίνεται απαραίτητη η ανάληψη δράσης για την προστασία ιστορικών συλλόγων, αλλά και για να εξασφαλιστεί η μεγαλύτερη συμμετοχή των φιλάθλων στη διαχείριση των ομάδων.
Η ρυθμιστική αρχή θα εισάγει ένα σύστημα αδειοδότησης για τις πρώτες πέντε κατηγορίες του αγγλικού ποδοσφαίρου (συμπεριλαμβανομένης της ερασιτεχνικής National League). Η εξασφάλιση άδειας θα είναι απαραίτητη για τη συμμετοχή στα πρωταθλήματα και θα καθίσταται εφικτή, εφόσον πληρούνται μια σειρά από προϋποθέσεις, όπως η ύπαρξη βιώσιμου επιχειρηματικού πλάνου, η κατάλληλη ιδιοκτησία, η προστασία των συμφερόντων των φιλάθλων, η συμφωνία για συμμετοχή μόνο σε διοργανώσεις εγκεκριμένες από τη ρυθμιστική αρχή.
Λόγω των αυξανόμενων περιστατικών, όπου σύλλογοι βρέθηκαν σε δεινή οικονομική θέση λόγω αμφιλεγόμενων ιδιοκτητών, η «Λευκή Βίβλος» προβλέπει τον έλεγχο ιδιοκτητών και διευθυντικών στελεχών με έμφαση σε τρία σημεία: την καταλληλότητά τους, τον έλεγχο της πηγής της περιουσίας τους και την απαίτηση για ένα ισχυρό οικονομικό πλάνο. Βέβαια, θα ελέγχεται και το… πολιτικό υπόβαθρό τους με διάφορα στελέχη της κυβέρνησης να διαρρέουν πως με αυτόν το νόμο δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν άλλες περιπτώσεις όπως ο Ρόμαν Αμπράμοβιτς, ο άλλοτε ιδιοκτήτης της Τσέλσι που αναγκάστηκε να πουλήσει την ομάδα εξαιτίας της σχέσης του με τον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντίμιρ Πούτιν.
Με την υπόθεση της European Super League (στην οποία αρχικά είχαν δηλώσει πρόθεση συμμετοχής έξι αγγλικές ομάδες) να είναι πολύ πρόσφατη, η ρυθμιστική αρχή -σε συνεργασία με τον ομοσπονδία και τους φιλάθλους- θα έχει την εξουσία να απαγορεύσει σε αγγλικούς συλλόγους να συμετάσχουν σε διοργανώσεις, οι οποίες δεν πληρούν τα προαποφασισμένα κριτήρια. «Τα κριτήρια αυτά μπορεί να περιλαμβάνουν την απαγόρευση συμμετοχής σε “κλειστές” διοργανώσεις που θα μπορούσαν να βλάψουν το εγχώριο παιχνίδι, όπως η European Super League» αναφέρεται χαρακτηριστικά στη «Λευκή Βίβλο».
«Χωρίς τους φιλάθλους, οι ποδοσφαιρικοί σύλλογοι είναι ένα τίποτα. Καλό είναι να το θυμόμαστε αυτό, καθώς εργαζόμαστε προς την κατεύθυνση μίας μεταρρύθμισης που θα εξασφαλίσει ένα λαμπρότερο μέλλον για το ποδόσφαιρο» δήλωσε ο Στιούαρτ Άντριου, εξηγώντας ότι θα καθιερωθεί ένα «ελάχιστο επίπεδο εμπλοκής των φιλάθλων», ως προϋπόθεση για την αδειοδότηση των συλλόγων. Μεταξύ άλλων, οι φίλαθλοι μίας ομάδας θα έχουν καθοριστική γνώμη σε θέματα όπως η αλλαγή ονόματος ή εμφάνισης ή στη μετακίνηση σε άλλο γήπεδο. Οι διοικήσεις των συλλόγων θα είναι υποχρεωμένες να αποδεικνύουν ότι συνομιλούν τακτικά με εκπροσώπους των φιλάθλων για στρατηγικά θέματα.
Η «Λευκή Βίβλος» προβλέπει επίσης αλλαγή στη διανομή των εσόδων, την οποία η βρετανική κυβέρνηση χαρακτηρίζει «ανεπαρκή» και «ανισόρροπη». Σήμερα, το 83% των εσόδων από τις πρώτες πέντε κατηγορίες της πυραμίδας αφορά την Premier League, μία μεγάλη αύξηση σε σχέση με το 57% του 1993, όταν η κορυφαία επαγγελματική λίγκα ξεκίνησε τη λειτουργία της.
Η κυβέρνηση ξεκαθαρίζει ότι η μεταρρύθμιση αυτή είναι κατά βάσην ευθύνη της ίδιας της ποδοσφαιρικής «βιομηχανίας», προβλέπει όμως ότι η ρυθμιστική αρχή μπορεί να παρέμβει «ως έσχατη λύση», εφόσον δεν επιτευχθεί μία δικαιότερη κατανομή του πλούτου. Η EFL, που έχει την ευθύνη των τριών χαμηλότερων επαγγελματικών κατηγοριών (Championship, League 1, League 2), ζητά ένα ποσοστό 25% επί των 3,5 δισ. λιρών που αποφέρει ετησίως στην Premier League το τηλεοπτικό συμβόλαιο. Από την πλευρά της, η Premier League υποστηρίζει ότι έχει ήδη αποφασίσει να διαθέσει 1,6 δισ. λίρες μέσα στην επόμενη τριετία, ως επένδυση στην ανάπτυξη της ποδοσφαιρικής πυραμίδας.
Η ρυθμιστική αρχή προβλέπεται να λειτουργεί πρωτίστως ως συμβουλευτικό όργανο, θα έχει όμως τη δυνατότητα να επιβάλει ποινές σε συλλόγους που δεν θα καλύπτουν τις προδιαγραφές αδειοδότησης. Σύμφωνα με την κυβέρνηση, θα υπάρχει ένα μεγάλο εύρος ποινών, τόσο στους συλλόγους όσο και στα φυσικά πρόσωπα.
Προκειμένου να τεθούν σε ισχύ όσα προβλέπονται στη «Λευκή Βίβλο», θα πρέπει πρώτα να εγκριθούν από το Κοινοβούλιο και να γίνουν νόμος του κράτους, κάτι που δεν πρόκειται να γίνει άμεσα, όπως τονίζει η βρετανική κυβέρνηση. Το πιθανότερο σενάριο είναι η ανεξάρτητη ρυθμιστική αρχή να τεθεί σε πλήρη λειτουργία την περίοδο 2025-26 και μέχρι τότε η κυβέρνηση δυσμεύεται να συνεχίσει τις συνομιλίες με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, όπως η Premier League, η EFL και η FA.
Επί του παρόντος, πάντως, οι περισσότερες ομάδες της Premier League δεν βλέπουν με καλό μάτι αυτό που επιχειρεί να κάνει η κυβέρνηση και αντιδρούν. Άλλωστε, η λίγκα έχει εδώ και χρόνια τους δικούς της μηχανισμούς ελέγχου και ρυθμίσεων και δεν πηγαίνει… άσχημα. Τουναντίον. Είναι το καλύτερο πρωτάθλημα στον κόσμο.
Θα πληρώσουν τον φορέα οι «Big-6»
Αυτός ο νέος ρυθμιστικός φορέας θα έχει σαφώς ένα κόστος, το οποίο θα πρέπει να επιβαρύνει τις εταιρείες. Σύμφωνα με όσα μπορεί να διαβάσει κάποιος στο έγγραφο που δημοσίευσε η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, το μεγαλύτερο βάρος της λειτουργίας του θα πρέπει να σηκώσουν οι κορυφαίοι σύλλογοι της Premier League, αναλογικά.
Στην ενότητα που είναι αφιερωμένη στη χρηματοδότηση του ιδρύματος, αναφέρεται ότι «για να επιτύχει τους στόχους της, η ρυθμιστική αρχή θα χρειαστεί να διαθέτει επαρκείς πόρους και να προσφέρει καλή σχέση ποιότητας-τιμής. Το μοντέλο χρηματοδότησής της θα πρέπει να το λαμβάνει υπόψη αυτό και θα πρέπει επίσης να είναι επαρκές για την αποτελεσματική, προσαρμοστική ρύθμιση στον κίνδυνο αλλαγής και δίκαιο για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις».
«Η κυβέρνηση», συνεχίζει το έγγραφο, «πιστεύει ότι το κόστος της ρύθμισης πρέπει να καλυφθεί από την βιομηχανία. Το ποδόσφαιρο είναι μια πλούσια βιομηχανία και το πιθανό κόστος της ρύθμισης θα αντιπροσώπευε μόνο ένα μικρό κλάσμα του συνολικού ετήσιου τζίρου του (5,7 δισεκατομμύρια λίρες το 2020-21). Η ποδοσφαιρική βιομηχανία θα επωφεληθεί επίσης από τη ρύθμιση, που θα έκανε τους συλλόγους της πιο ανθεκτικούς κι έτσι θα προστατεύσει την εμπορική αξία του προϊόντος της».
Και το έγγραφο για τη χρηματοδότηση καταλήγει: «Η κυβέρνηση θεωρεί ότι οι εισπραχθέντες φόροι πρέπει να είναι ανάλογοι με τα μέσα συνολικά έσοδα. Ακριβώς όπως η Premier League διανέμει πόρους κατά μήκος της πυραμίδας του ποδοσφαίρου, οι πλουσιότεροι σύλλογοι θα πρέπει να επιδοτούν κανονιστικές ρυθμίσεις για όσους έχουν μεγαλύτερη ανάγκη. Ενδεικτικά, με βάση τον κύκλο εργασιών 2020-21, οι έξι πλουσιότεροι σύλλογοι θα κάλυπταν περίπου το 50% του συνολικού κόστους ρύθμισης και οι 20 σύλλογοι της Premier League περίπου το 80%».
Σύμφωνα με την εφημερίδα Times, ακόμη και οι μικρότερες ρυθμιστικές αρχές απαιτούν ετήσιους προϋπολογισμούς που υπερβαίνουν τα 30 εκατομμύρια λίρες. Αυτό σημαίνει ότι τουλάχιστον πάνω από 15 εκατομμύρια ευρώ θα πρέπει να αναλογούν στις έξι κορυφαίες ομάδες ανά κύκλο εργασιών, οι οποίες, λαμβάνοντας υπόψη την αγωνιστική περίοδο 2020-21, είναι: Μάντσεστερ Σίτι, Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, Λίβερπουλ, Τσέλσι, Τότεναμ και Άρσεναλ.