Ο Μίκης Θεοδωράκης έφυγε σήμερα από την ζωή σε ηλικία 96 ετών και εκτός από την αγάπη του για τη μουσική, από μικρός αγάπησε και το ποδόσφαιρο.
Ο βασιλιάς των σπορ συντρόφευε τον κορυφαίο μουσικοσυνθέτη αρκετά χρόνια προτού οι Beatles, η Σίρλεϊ Μπάσεϊ και η Εντίθ Πιάφ, ερμηνεύσουν τις συνθέσεις του. Στις 19 Δεκεμβρίου 2003, ο Μίκης Θεοδωράκης εμφάνισε μία άλλη πτυχή της προσωπικότητας του. Εκείνη του φανατικού ποδοσφαιρόφιλου.
Περισσότεροι από 50 διεθνείς ποδοσφαιριστές από διαφορετικές γενιές διοργάνωσαν προς τιμήν του μία αξέχαστη βραδιά στο ξενοδοχείο Χίλτον. Ανάμεσα τους ιερά τοτέμ του ελληνικού ποδοσφαίρου όπως οι Μίμης Παπαϊωάννου, Μίμης Δομάζος και Αντώνης Αντωνιάδης. Μέσω του Γιώργου Δαρίβα του προσφέρθηκε φανέλα του Ολυμπιακού με το όνομα του.
Στον χαιρετισμό του, μάλιστα, ο Μίκης είχε πει: «Δέκα ετών παιδάκι, στο Αργοστόλι της Κεφαλονιάς που ζούσαμε τότε, μας έδιναν οι γονείς μας μία δραχμή για να αγοράσουμε εφημερίδα κάθε εβδομάδα. Έτσι πήρα την πρώτη μου εφημερίδα. Σε εκείνη την ιστορική εφημερίδα, το 1935, υπήρχε μία φωτογραφία του Ολυμπιακού με τους πέντε Ανδριανόπουλους, τα αδέρφια και τους Βάζο, Συμεωνίδη και τους άλλους. Ήταν η κόκκινη φανέλα και έγινα Ολυμπιακός από τότε. Κι εγώ, όπως ξέρετε, έχω αλλάξει πολλά κόμματα -και με έχουν κατηγορήσει για αυτό- αλλά τον Ολυμπιακό δεν τον αλλάζω. Κάποιος γεννιέται και πεθαίνει με τα χρώματά του».
Όντας σε εξαιρετική διάθεση εκτόξευσε κάποιες αξιομνημόνευτες ατάκες. «Αν μου έλεγαν ότι σήμερα έχω ένα γεύμα με τον Μπετόβεν, τον Σούμαν, τον Βάγκνερ και τον Μπερλιόζ, δεν θα χαιρόμουν τόσο πολύ όσο που βρίσκομαι μαζί σας.
Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα συναντήσω τον Λεωνίδα Ανδριανόπουλο και μάλιστα θα κάθομαι δίπλα του. Είναι από τα μεγαλύτερα δώρα που έχω πάρει», ανέφερε μεταξύ άλλων, ενώ θυμήθηκε τον ρόλο του ποδοσφαίρου στην ελληνική κοινωνίας μίας άλλης εποχής.
«Στη Μακρόνησο στη σκηνή μας ήμασταν μοιρασμένοι Ολυμπιακοί- Παναθηναϊκοί. Και όμως παλεύαμε μαζί για τα ιδανικά μας. Υποτιμούν το ποδόσφαιρο, ενώ είναι βάση σε μια κοινωνία. Πρώτα παίζεις μπάλα και επιλέγεις ομάδα και μετά γίνεσαι γιατρός, δικηγόρος ή αποκτάς οποιοδήποτε άλλο επάγγελμα ή και κόμμα.
Ο ελληνικός λαός ζει με το ποδόσφαιρο. Η ομάδα του είναι ιδανικό, είναι όραμα, είναι η πίστη του. Οι ποδοσφαιριστές είναι είδωλα συνδεδεμένα με τα όνειρα και τα ιδανικά του. Είναι σαν τους ήρωες του ’21, σαν τον Καραϊσκάκη. Εγώ είχα δύο ‘κακά’: ήμουν και ποδοσφαιρόφιλος και αριστερός».
Στην εποποιία της Εθνικής στα γήπεδα της Πορτογαλίας το καλοκαίρι του 2004, μία ημέρα πριν από τον ημιτελικό με την Τσεχία (1-0), ο Μίκης είχε στείλει το μήνυμα του στους Έλληνες διεθνείς φέρνοντας γούρι.
«Η σκέψη όλων μας είναι κοντά σας. Η σκέψη, η αγάπη και οι ευχές όλων των Ελλήνων. Στον αυριανό αγώνα όλοι καταλαβαίνουμε ότι επωμίζεστε ένα τεράστιο βάρος. Είμαστε όμως βέβαιοι ότι όπως κάνατε ως τώρα, θα μπορέσετε από αρνητικό να το μετατρέψετε και να θριαμβεύσετε. Είστε ικανοί. Πιστέψτε στον εαυτό σας όπως όλοι μας πιστεύουμε σε εσάς.
Με την αγάπη μου για όλους σας και για τον προπονητή σας!», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Την ίδια χρονιά και με αφορμή τα 79α γενέθλια του, έγινε μέλος του Αστέρα 2004, μιας ομάδας που ιδρύθηκε στην Καισαριανή ένα χρόνο νωρίτερα, έχοντας στο επίκεντρο τον άνθρωπο και την ανάδειξη νέων ταλέντων μέσω της αλληλεγγύης.
Τον Ιανουάριο του 2012 ο Μίκης Θεοδωράκης συνάντησε στο σπίτι του, τους Τραϊανό Δέλλα, Ντέμη Νικολαΐδη, Κώστα Κατσουράνη, Γιώργο Καραγκούνη, Τάκη Φύσσα, έπειτα από πρωτοβουλία του παλαίμαχου ποδοσφαιριστή και άλλοτε γραμματέα του ΠΣΑΠ Νίκο Μάλλιαρη. Ο σπουδαίος μουσικοσυνθέτης, ο οποίος είχε χαρακτηρίσει τους διεθνείς του Euro 2004 ως «ήρωες», αντάλλαξε απόψεις για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία στην οικονομία, την εργασία, τον πολιτισμό και τον αθλητισμό, ενώ καυτηρίασε τα κακώς κείμενα στον χώρο του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Η κατάκτηση του 42ου πρωταθλήματος (2015) του Ολυμπιακού αφιερώθηκε στον Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος είχε δηλώσει ότι «όλα τα έχω αλλάξει στη ζωή μου, αλλά τον Ολυμπιακό δεν τον αλλάζω».
Ο μεγάλος μουσικοσυνθέτης γιόρτασε παράλληλα τα 90ά του χρόνια, ωστόσο δεν παρέστη στη φιέστα λόγω μίας ίωσης που τον ταλαιπώρησε. Τον εκπροσώπησαν τα δύο του εγγόνια. Ο Αλέξανδρος και ο Άγγελος, οι οποίοι έλαβαν μία φανέλα του Ολυμπιακού με το νούμερο 90 με το όνομα του Μίκη Θεοδωράκη, αλλά και ένα επίχρυσο κλαδί ελιάς.
Η φιέστα άρχισε με Ζορμπά, ενώ στη συνέχεια προβλήθηκαν βίντεο από την ζωή του κορυφαίου μουσικοσυνθέτη, αλλά και στιγμιότυπα από ταινίες με τον Άντονι Κουίν και άλλες παγκόσμιες προσωπικότητες.
Ο μεγάλος αγωνιστής είχε δώσει την δική του ερμηνεία για την διαφορά στην ψυχοσύνθεσή των οπαδών του Ολυμπιακού σε σχέση με τους αντιπάλους τους.
«Στη γειτονιά ήμασταν Ολυμπιακοί, Παναθηναϊκοί, ΑΕΚτζήδες και αμέσως παρατήρησα μια μεγάλη διαφορά στην ψυχοσύνθεσή μας. Οι Παναθηναϊκοί είναι σπασίκλες. Αυτοί κάθονταν στο πρώτο θρανίο, μπροστά, ενώ εμείς οι Ολυμπιακοί στα πίσω θρανία. Από μικροί διαφέρουμε γι’ αυτό και λέω πάντα ότι γεννήθηκα με το κόκκινο του Ολυμπιακού και θα πεθάνω με αυτό. Δεν αλλάζει ο άνθρωπος. Έχω παρατηρήσει ότι και κόμματα έχω αλλάξει και με κατηγορούν γι’ αυτό. Στον Ολυμπιακό μένω πιστός. Δεν τον αλλάζω ποτέ».
Τον Σεπτέμβριο του 1965, ο Μίκης παραχώρησε εκτενή συνέντευξή στο «ΦΩΣ των Σπορ» αποκαλύπτοντας πολλά και ενδιαφέροντα αναφορικά με την σχέση του με το ελληνικό ποδόσφαιρο και τον Ολυμπιακό. Μισό αιώνα μετά οι απόψεις του Μίκη Θεοδωράκη φαντάζουν πιο επίκαιρες από ποτέ.
«Λατρεύω τον Ολυμπιακό από τα παιδικά μου χρόνια. Θαύμαζα τον Γιάννη Βάζο και όταν τελευταία συναντηθήκαμε σε μία ταβέρνα της Κοκκινιάς ανατρίχιασα από συγκίνηση. Έπαιζα και εγώ ποδόσφαιρο στον Ολυμπιακό Αργοστολίου. Ο Μάρτον Μπούκοβι θα δημιουργήσει έναν θαυμάσιο Ολυμπιακό αντάξιο της ιστορίας του.
Στο Αργοστόλι της Κεφαλλονιάς όπου μεγάλωσα ήταν μανία μου το ποδόσφαιρο. Μπάλα έπαιζα και στο δημοτικό και στο γυμνάσιο, αλλά και στην ομάδα της γειτονιάς μου, όπου ήταν «ερυθρόλευκοι» οι περισσότεροι την είχαμε ονομάσει Ολυμπιακός».
Ο Μίκης ήταν μάλιστα εκείνος που είχε μεσολαβήσει με τον δικό του τρόπο προκειμένου ο Μπούκοβι να καθοδηγήσει τους «ερυθρόλευκους».
Ανέκαθεν πίστευα πως είναι απαραίτητο στον ελληνικό αθλητισμό οι εγνωσμένης αξίας τεχνικοί. Γι’ αυτό και εγώ προσωπικά προσπάθησα και βοήθησα όσο μπορούσα για να έλθει ο Μπούκοβι στον Ολυμπιακό κάνοντας διαβήματα τόσο προς τον εδώ Ούγγρο πρέσβη, όσο και προς το Υπουργείο των Σπορτ της Ουγγαρίας».
Ενδιαφέρον είχε και η άποψη που διατύπωσε εκείνη την εποχή για την εξυγίανση του ποδοσφαίρου.
«Πρέπει να επέλθει κάποια εξυγίανση στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Να λείψουν οι σικέ αγώνες που κοντεύουν να κάνουν το ποδόσφαιρο σαν τα άλογα του ιπποδρόμου και τέλος να μπουν οι κατάλληλοι άνθρωπος στις διοικήσεις των σωματείων.
Είναι απαράδεκτο στους μεγάλους ελληνικούς συλλόγους να μην μπορούν να γίνουν διοικητικά μέλη οι παλαιοί αθλητές, από την προσφορά των οποίων οι ‘μεγάλοι’ απέκτησαν την δόξα και την όμορφη ιστορία τους.
Στο ποδόσφαιρο μας υπάρχουν αξιόλογες μονάδες και θα μπορούσαμε να δημιουργήσουμε μία παγκοσμίου κλάσεως εθνική ομάδα. Θα μπορούσαμε ακόμα στον κλασικό αθλητισμό να γίνουμε ένας λαός ολυμπιονικών. Τι λείπει, άραγε από τον Έλληνα αθλητή; Τα σωματικά, ηθικά και ψυχικά προσόντα; Αναμφισβήτητα όχι. Συνεπώς εκείνα που του λείπουν είναι μόνο τα τεχνικά μέσα και η αθλητική αγωγή από την παιδική ηλικία».
Ο Μίκης όλων των Ελλήνων είχε συνοδεύσει την αποστολή του Ολυμπιακού, τον Σεπτέμβριο του 1965 στο αεροδρόμιο για τα Σκόπια όπου αντιμετώπισε την Βαρντάρ στο πλαίσιο του Βαλκανικού Κυπέλλου, δείγμα του πάθους του για το ποδόσφαιρο.
Τον Δεκέμβριο του 2015, πραγματοποιήθηκε στο Χαλάνδρι εκδήλωση με θέμα «όταν το ποδόσφαιρο συναντά την τέχνη», η οποία ήταν αφιερωμένη στα 90 χρόνια του Μίκη Θεοδωράκη.
Ο μεγάλος μουσικοσυνθέτης δεν μπόρεσε να παρευρεθεί, έστειλε όμως το παρακάτω μήνυμα για τον ρόλο του ποδοσφαίρου:
«Ευχαριστώ τον Δήμο Χαλανδρίου για την ωραία αυτή πρωτοβουλία. Δυστυχώς στη χώρα μας η… υψηλή διανόηση θεωρεί το ποδόσφαιρο ως το… όπιον του «λαουτζίκου».
Αντιθέτως εγώ το αγαπώ και το θαυμάζω, γιατί το θεωρώ όχι μόνο σωματική άσκηση υψηλού βαθμού αλλά και πνευματική προσπάθεια ξεχωριστή, μιας και ο ποδοσφαιριστής έχει ελάχιστα δευτερόλεπτα για να πάρει τη σωστή κάθε φορά απόφαση.
Αυτός ο συνδυασμός είναι που δημιουργεί τα σύγχρονα ινδάλματα των εκατομμυρίων οπαδών που γεμίζουν τα στάδια σε όλα τα μέρη του κόσμου».