Το δρόμο για τη φυλακή πήρε μετά την απολογία του ο 36χρονος ιερέας ο οποίος κατηγορείται για τον βιασμό ενός ανήλικου κοριτσιού, στα Κάτω Πατήσια.
Ο κατηγορούμενος, για βιασμό, κατάχρηση σε ασέλγεια, αποπλάνηση ανηλίκου και πορνογραφικό υλικό, με ομόφωνη γνώμη ανακρίτριας και εισαγγελέα, κρίθηκε προφυλακιστέος καθώς δεν έπεισε με τον ισχυρισμό του ότι είναι αβάσιμες οι καταγγελίες του νεαρού κοριτσιού πως τη βίαζε ακόμη και μέσα στον ιερό ναό.
Στην απολογία του ο 36χρονος ιερέας αρνήθηκε κατηγορηματικά τις κατηγορίες που του αποδίδονται ισχυριζόμενος ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι τέλεσε οποιαδήποτε αξιόποινη πράξη.
Ο κατηγορούμενος στο απολογητικό του υπόμνημα επικαλείται την ιατροδικαστική έκθεση η οποία , όπως αναφέρει, τον «δικαιώνει πλήρως». Σύμφωνα με τον κατηγορούμενο τα ευρήματα που καταγράφονται στην έκθεση δεν επιβεβαιώνουν τις καταγγελίες της ανήλικης ότι τη βίασε.
«Τα απαράδεκτα προγράμματα»
Μάλιστα, εμμέσως πλην σαφώς ο κατηγορούμενος ιερέας υποστηρίζει ότι η ανήλικη επηρεάστηκε από την τηλεοπτική σειρά που παρακολουθούσε την οποία χαρακτηρίζει «απαράδεκτη» και ικανή να καθοδηγήσει τον ψυχισμό της και να οδηγήσει σε ψευδείς καταγγελίες.
«Δεδομένου ότι το μείζον αποδείχθηκε, αντικειμενικά και απόλυτα, ψευδές, δεν υπάρχει χρεία διερεύνησης του ελάσσονος (ασελγών πράξεων κλπ), ούτε των κινήτρων της καταγγέλλουσας που είναι αδιάφορα για την διαπίστωση και απόδειξη της βασιμότητας της εις βάρος μου κατηγορίας» λέει και προσθέτει:
«Εξάλλου, το νεαρό της ηλικίας της και τα προγράμματα που έβλεπε στην τηλεόραση (13 reasons why), θα ήταν επαρκή ως κίνητρα, καθώς η σειρά αυτή ιστορεί τους 13 λόγους για τους οποίους ένα όμορφο κορίτσι αυτοκτόνησε, επειδή βιάσθηκε από έναν συμμαθητή της και όλοι οι φίλοι, συμμαθητές, γονείς, καθηγητές της απέδειξαν ότι πρέπει να αυτοκτονήσει, διότι δεν είναι σημαντική για κανέναν…. Αυτά τα απαράδεκτα προγράμματα, καθοδηγούν τον ψυχισμό, το συναίσθημα και τις πράξεις των εφήβων μας και μπορεί να τους οδηγήσουν σε αποτρόπαιες πράξεις, αυτοκτονίας, ή ψευδών καταγγελιών, καθώς επιφέρουν ταύτιση με την πρωταγωνίστρια. Ιδιαίτερα το απόσπασμα, “είχα χαθεί, δεν ένιωθα το σώμα μου”, κλπ που κατέθεσε η ανήλικη, ταυτίζεται με απόσπασμα από την σειρά που εκφωνεί η πρωταγωνίστρια».
«Με βάση τα αντικειμενικά στοιχεία, δεν υπάρχουν ενδείξεις τέλεσης των κακουργηματικών πράξεων για τις οποίες κατηγορούμαι» αναφέρει ο κατηγορούμενος ισχυριζόμενος, μάλιστα, ότι το διάστημα κατά το οποίο η ανήλικη καταγγέλλει ότι βιάστηκε ο ίδιος αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα υγείας. «Είχα υποστεί πάρεση προσωπικού νεύρου, είχε παραλύσει το πρόσωπό μου δεξιά, υποβλήθηκα σε μαγνητική τομογραφία και έλαβα κορτιζονούχα θεραπεία. Το πρόβλημα αυτό με απασχόλησε σοβαρά για 2 περίπου μήνες, πριν και μετά την ημερομηνία της 8/4» υποστηρίζει σημειώνοντας ότι ουδέποτε στο παρελθόν διέπραξε κάποια αξιόποινη πράξη «ούτε καν για απλή τροχονομική παράβαση».
«Πάντα σεβόμουνα και τηρούσα τους νόμους του κράτους και τους κανόνες της κοινωνίας. Είμαι 36 χρονών πατέρας τριών ανήλικων παιδιών, διαβιώ μετά της συζύγου μου, πρεσβυτέρας, και έχω υποστηρικτικό περιβάλλον, τον πατέρα μου και τον αδελφό μου, επίσης ιερείς, οι οποίοι με στηρίζουν και θα με επιτηρούν, εφεξής, προς άρσιν κάθε ανησυχίας Σας» υποστηρίζει λέγοντας πως: «Τα αδικήματα περί την γενετήσια ελευθερία, είναι δυσκόλως ανιχνεύσιμα, διότι συνήθως, στηρίζονται μόνο σε μαρτυρίες. Κατά συνέπεια το συνήθως συμβαίνον είναι να εξαγάγονται συμπεράσματα από την δικαστική αρχή με αξιολόγηση, του λόγου της καταγγέλουσας-παθούσας, προς τον λόγο του κατηγορουμένου. Η έμφυτη τάση των ανθρώπων είναι να πιστεύουμε τον καταγγέλλοντα, με την μόνιμη αναρώτηση “γιατί να το πει αυτό η καταγγέλλουσα αν δεν έχει συμβεί” (αντίθετα βεβαίως στα δικαστικά θέσφατα του τεκμηρίου αθωότητας που απαιτεί δικανική πεποίθηση, δηλαδή απόδειξη της κατηγορίας).
Στην περίπτωσή μου όμως, κι ευτυχώς για μένα, η ανήλικη (και η οικογένειά της που με καταγγέλλουν), αναφέρεται σε γεγονότα ευχερώς και αντικειμενικά διαγνώσιμα.».
«Συντρέχουν σοβαρές ενδείξεις ότι έχει τελέσει αξιόποινες πράξεις»
Ο κατηγορούμενος έστρεψε τα βέλη του στο ένταλμα σύλληψης που εκδόθηκε σε βάρος του στο οποίο ως αιτιολογία αναφέρεται ότι: «Από την μέχρι τώρα διενεργηθείσα επί της προκείμενης υπόθεσης αστυνομική προανάκριση και κύρια ανάκριση, συντρέχουν σοβαρές ενδείξεις ότι ο ανωτέρω κατηγορούμενος έχει τελέσει τις ως άνω αξιόποινες πράξεις, εκ των οποίων η πρώτη, τρίτη και τέταρτη είναι κακουργηματικής φύσης και τιμωρούνται με κάθειρξη. Επιπλέον, με βάση τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά των ως άνω αδικημάτων, της ευαίσθητης ηλικίας του θύματος (14 ετών), της μεθοδικής και συστηματικής προσέγγισης αυτής και της καλλιέργειας κλίματος εμπιστοσύνης στο πλαίσιο εκμετάλλευσης της ιδιότητάς του ως κληρικού, με απώτερο στόχο την τέλεση των ανωτέρω πράξεων, της εξακολουθητικής εγκληματικής ροπής του κατηγορουμένου, συνεκτιμώντας την ως άνω ιδιότητά του και το γεγονός ότι τυγχάνει και υπεύθυνος κατηχητικών σχολείων της ενορίας όπου υπηρετεί, ερχόμενος σε επαφή με άλλους ανήλικους, κρίνεται ότι αν αφεθεί ελεύθερος, είναι πολύ πιθανό να διαπράξει άλλα εγκλήματα, επομένως θεωρείται αναγκαία η σύλληψή του».
Παράλληλα, ο 36χρονος έδωσε «μάχη» για να γλυτώσει την προφυλάκιση λέγοντας πως δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις και εστίασε στο γεγονός ότι μετά την καταγγελία της ανήλικης τέθηκε σε παρακολούθηση από τις αρχές για διάστημα τριών μηνών.
«Η χρονική απόσταση τόσο από την περιγραφόμενη τέλεση των αδικημάτων, όσο και από την καταγγελία τους, το γεγονός ότι στο μεταξύ, δεν υπάρχει καμία ένδειξη τέλεσης εκ μέρους μου άλλου αδικήματος (ούτε στα 2 χρόνια που μεσολάβησαν από το 2020, ούτε στους 3 μήνες που μεσολάβησαν από την καταγγελία), επιπλέον δε η θέση μου ως κληρικού, σε αργία, (με απόφαση της Αρχιεπισκοπής, μετά την δημοσίευση της εις βάρος μου εκκρεμούσης δικογραφίας), αποδεικνύουν την εξαρχής έλλειψη ερείσματος του εντάλματος σύλληψής σας και πάντως, σήμερα, το εκ θέσεως αδύνατον τέλεσης νέων αδικημάτων εκ μέρους μου, σύμφωνα με τα περιγραφόμενα στο ένταλμά Σας, καθώς ήδη δεν θα έχω καμία πρόσβαση στον ναό, ή σε ανήλικους εκ της ιδιότητάς μου, ως κληρικού» ισχυρίστηκε λέγοντας: «Αν πράγματι υπήρχαν ενδείξεις τέλεσης εκ μέρους μου των αδικημάτων για τα οποία κατηγορούμαι, ροπή μου προς την τέλεση όμοιων αδικημάτων και άρα κίνδυνος να τελέσω τέτοιας φύσεως αδικήματα, τότε στο χρονικό διάστημα τουλάχιστον από τον Οκτώβριο του 2021 που καταγγέλθηκαν και η αστυνομία ερευνούσε σχετικά με το πρόσωπό μου, θα είχα συλληφθεί επ’αυτοφώρω να τελώ παρόμοιο αδίκημα. Σε κάθε περίπτωση, η επέκεινα θέση μου σε αργία αφαιρεί το βασικό σας επιχείρημα, ότι έρχομαι σε καθημερινή επαφή με ανήλικους, ως κληρικός και κατηχητής».
Ο κατηγορούμενος υπογραμμίζει στο υπόμνημα του ότι «δεν ήμουν ούτε άγνωστης διαμονής, ούτε φυγόδικος, ούτε παρασκεύαζα την φυγή μου, κατά την διάρκεια των 3 μηνών που ήταν γνωστή στις διωκτικές αρχές η εις βάρος μου καταγγελία, ώστε να δικαιολογείται η εξαιρετική περίπτωση έκδοσης εντάλματος συλλήψεως, αντί της ορθής πεπατημένης, της ενδεδειγμένης κλήσης μου σε τακτική απολογία».
«Η Δικαιοσύνη οφείλει να αποδίδεται με βάση τις αποδείξεις, όχι με το συναίσθημα» ανέφερε σε δήλωση της η συνήγορος του κατηγορούμενου Ειρήνη Μαρούπα μετά την ολοκλήρωση της απολογίας τονίζοντας πως από «τα αντικειμενικά στοιχεία της δικογραφίας» δεν αποδεικνύεται ότι η νεαρή κοπέλα βιάστηκε. «Ο ποινικός κώδικας και η ποινική δικονομία ισχύουν για όλους τους κατηγορούμενους και όλα τα αδικήματα. Ο Πατηρ Στέφανος δεν είναι ύποπτος φυγής, ούτε επικίνδυνος τέλεσης νέων αδικημάτων. Το αποδεικνύει αυτό, το χρονικό διάστημα των 2 ετών από την φερόμενη διάπραξη των αδικημάτων, και οι 3 μήνες από την καταγγελία των αδικημάτων στην ΓΑΔΑ. Εξάλλου, δεν συνελήφθη επ´ αυτοφώρω. Έπρεπε να αφεθεί ελεύθερος μέχρι το δικαστήριο. Αυτό είναι το δίκαιο, το νόμιμο, το σωστό για την συγκεκριμένη υπόθεση.» τόνισε η συνήγορος.