Μια καλά δομημένη εγκληματική οργάνωση με μέλη που είχαν διακριτούς ρόλους αλλά και σχέσεις εμπιστοσύνης ήταν αυτή που στην κορυφή της πυραμίδας της φέρονται να μοιράζονται τη θέση του αρχηγού ο γνωστός τηλεοπτικός ενεχυροδανειστής και ένας Τούρκος.
Της Μαρίας Ζαχαροπούλου
Υπήρχαν μέλη σε θέση «πασπαρτού» που συγκέντρωναν χρυσό απ’ όλη την Ελλάδα αλλά και «γυρολόγοι» στα χέρια των οποίων έφταναν τα πολύτιμα μέταλλα από άγνωστες πηγές , πιθανόν από «συναλλαγές του δρόμου». Άλλα μέλη πάλι εμφανίζονται να διατηρούν καταστήματα αγοράς χρυσού ενώ η συγκέντρωση του χρυσού φέρεται να γινόταν μέσω της αλυσίδας ενεχυροδανειστηρίων του φερόμενου ως αρχηγού της Οργάνωσης.
Σύμφωνα με τις αρχές, τα μέλη ήταν συγγενικά ή φιλικά πρόσωπα εμπιστοσύνης και «η δραστηριότητα της εγκληματικής οργάνωσης ήταν κλειστός κύκλος πλήρως ελεγχόμενος σε κάθε στάδιο και άμεσα συνδεδεμένος με δεύτερο κύκλο νομιμοποίησης των κερδών τους ο οποίος επίσης ήταν ελεγχόμενος από του ίδιους».
Ο πρώτος κύκλος φέρεται να περιλάμβανε τη βασική εγκληματική δραστηριότητα που ήταν η συγκέντρωση χρυσού, η συγκάλυψη της δράσης τους ,η διαδικασία μετατροπής σε σκράπ, η εξαγωγή, η πώληση και η είσπραξη των κερδών. Ο δεύτερος περιλάμβανε τον κύκλο νομιμοποίησης που ήταν η τοποθέτηση των κερδών σε νομιμοφανή επιχείρηση «μανδύα».
Οι αρχές θεωρούν ότι η εγκληματική οργάνωση λειτουργούσε υπό τη σκέπη των γνωστών ενεχυροδανειστηρίων, 88 καταστήματα σε όλη της Ελλάδα και δυο στο εξωτερικό, τα οποία ουσιαστικά λειτουργούσαν ως «βιτρίνα».
Μάλιστα, για να λειτουργήσει η εταιρεία εμφανίζεται να χρηματοδοτούνταν καθημερινά από τα ταμεία της οργάνωσης κατά μέσο όρο με 100.000 ευρώ.
Τα μέλη της λάμβαναν μέτρα ασφαλείας με τους φερόμενους ως πρωταγωνιστές να αποφεύγουν, για ευνόητους λόγους, τις τηλεφωνικές επικοινωνίες και να επιλέγουν να επικοινωνούν μέσω viber ή καθημερινά meeting στην έδρα της εταιρείας στην Πατησίων που, σύμφωνα με τις αρχές, αποτελούσε το «φανερό στρατηγείο» της εγκληματικής οργάνωσης. Μάλιστα, στις τηλεφωνικές συνομιλίες που, σύμφωνα με πληροφορίες, συμπεριλαμβάνονται στη δικογραφία, χρησιμοποιούν κωδικές ονομασίες.
Ο γνωστός ενεχυροδανειστής αναφέρεται ως «χοντρός» ενώ καταγράφονται ακόμη οι: «παππούς» , «μαύρος», «ψηλός» αλλά και «Βλάχος». Κωδικοποιημένες λέξεις και φράσεις χρησιμοποιούσαν και για τα αντικείμενα που έφταναν στα χέρια τους. Μεταξύ αυτών αποκαλούσαν «ζάχαρη» ή «κίτρινο» το χρυσό, «Fine» το χρυσό 24 καρατίων, «στρογγυλό» ή «κορίτσια» τις χρυσές λίρες Αγγλίας αλλά και «χαρτιά» τα χρήματα.
Παράλληλα, η οργάνωση φέρεται να διατηρούσε και «κρυφό αρχηγείο» το οποίο λειτουργούσε στην οδό Αριστείδου όπου ήταν ο χώρος συγκέντρωσης του χρυσού «καβάτζα». Εκεί μετέφεραν και παρέδιδαν το χρυσό σε συγκεκριμένες ώρες και χρηματοδοτούνταν.
Στη οδό Σουρνάρη ήταν το χυτήριο της οργάνωσης. Εκεί γινόταν η τήξη των μετάλλων και ο διαχωρισμός σε νομιμοφανή και παράνομη εξαγωγή. Ο χώρος, μάλιστα, ήταν απέναντι από την πλαϊνή είσοδο του Πολυτεχνείου ,μια τοποθεσία η οποία σύμφωνα με τις αρχές, δεν επελέγη τυχαία καθώς δυσχεραίνει την παρουσία- επιτήρηση από αστυνομικούς της ασφάλειας. Ο χρυσός μεταφερόταν από τους «ταχυμεταφορείς» οι οποίοι τον έκρυβαν στον αποθηκευτικό χώρο που έχουν κάτω από τη σέλα τους στα σκούτερ.
Η έξοδος των ράβδων χρυσού από τη χώρα, όπως προέκυψε από τις έρευνες, γινόταν με δυο τρόπους. Είτε έφευγαν για την Τουρκία μέσω τουριστικών λεωφορείων όπου το πακέτο με το χρυσό πήγαινε «χέρι με χέρι» είτε μέσω του τελωνίου του αερολιμένα Αθηνών. Από τα τιμολόγια που έχουν στα χέρια τους οι αστυνομικοί, η γνησιότητα των οποίων ελέγχεται, προκύπτει ότι μέσα στο 2017 πραγματοποιήθηκαν 156 εξαγωγές κράματος χρυσού και ασημιού σε σκράπ συνολικού βάρους 3.537, αξίας μεγαλύτερης των 13 εκατομμυρίων. Το πρώτο οκτάμηνο του 2018 πραγματοποιήθηκαν 142 εξαγωγές κράματος συνολικού βάρους 2.649, αξίας περίπου 17,5 εκατομμυρίων ευρώ.
Το ενδιαφέρον των αρχών εστιάζεται σε ένα «μοναδικής σύλληψης τέχνασμα» όπως το χαρακτηρίζουν καθώς τα μέλη της οργάνωσης φέρονται να μετέτρεπαν το αντίτιμο πώλησης του χρυσού σε κινέζικο νόμισμα και στη συνέχεια Κινέζοι χονδρέμποροι ρούχων έκαναν παραγγελίες στην Τουρκία ίσης αξίας. Τα ρούχα εισάγονταν στην Ελλάδα και τα μέλη του κυκλώματος εισέπρατταν τα χρήματα σε μικρά χαρτονομίσματα των 10 και 20 ευρώ από τους Κινέζους εμπόρους.
Τα χρήματα «ξεπλένονταν» μέσω των «νόμιμων» επιχειρήσεων, πανάκριβων αγορών, της χλιδάτης ζωής που έκαναν τα μέλη αλλά και της κλασικής μεθόδου αγοράς κερδισμένων στοιχηματικών δελτίων.