Τύχη βουνό είχαν δυο ηλικιωμένα ζευγάρια Αυστριακών τουριστών, στις 26 Σεπτεμβρίου του 2000, όταν κατάφεραν να γλιτώσουν σώα από το πολύνεκρο ναυτικό δυστύχημα του «Εξπρές Σάμινα», λίγα μίλια έξω από την Πάρο.
Γράφει η Μαρία Ζαχαροπούλου
Ογδόντα ένας, από τους συνολικά 533, συνεπιβάτες τους δεν είχαν την ίδια τύχη και χάθηκαν εκείνο το βράδυ σε ένα από τα μεγαλύτερα ναυάγια που έχουν καταγραφεί στην Ελλάδα.
Το πολυαναμενόμενο ταξίδι τους στην αγαπημένη τους Ελλάδα σημαδεύτηκε από μια τραγωδία, οι στιγμές της οποίας θα παραμείνουν για πάντα χαραγμένες στη μνήμη τους. Δεν μπορούσαν, όμως, να φανταστούν πως η περιπέτειάς τους, σε ελληνικό έδαφος, θα συνεχίζονταν…
Οι ναυαγοί, από την Αυστρία, επιστρέφοντας στην πατρίδα τους αποφάσισαν να στραφούν σε βάρος της πλοιοκτήτριας εταιρίας διεκδικώντας αποζημίωση για ηθική βλάβη. Έτσι, ανέθεσαν σε δικηγορικό γραφείο της Αθήνας την υπόθεση και κατέθεσαν προσφυγή στα Ελληνικά δικαστήρια, τα οποία τελικά τους δικαίωσαν επιδικάζοντας τους συνολική αποζημίωση ύψους 117.206 ευρώ και επιπλέον 17.863 ευρώ τόκους και δικαστικά έξοδα.
Ωστόσο, αυτός δεν ήταν ο επίλογος της ιστορίας, όπως οι ίδιοι περίμεναν. Και αυτό γιατί η συγκεκριμένη απόφαση στάθηκε η αφορμή για να ξεκινήσει μια νέα δικαστική διαμάχη για τα δυο ζευγάρια, καθώς δεν πήραν στα χέρια τους ούτε ένα ευρώ….
Αυτή τη φορά, πρωταγωνίστριες ήταν οι δυο δικηγορίνες οι οποίες είχαν αναλάβει την υπόθεση της αποζημίωσης. Οι δυο γυναίκες εκμεταλλευόμενες, προφανώς, την απόσταση που τους χώριζε από τους εντολείς τους, φέρονται να καρπώθηκαν μέρος των χρημάτων της αποζημίωσης των Αυστριακών. Και παρά το γεγονός πως οι δυο γυναίκες είχαν στενή συνεργασία για 25 ολόκληρα χρόνια, εμφανίζονται να έδρασαν η μια εν αγνοία της άλλης, με θύματα του ναυαγούς πελάτες τους. Όταν δε ήρθε η ώρα της κρίσης και κλήθηκαν να δώσουν εξηγήσεις κατηγορούμενες για «υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαιτέρα μεγάλης αξίας που το είχαν εμπιστευτεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, κατ’ εξακολούθηση» βγήκαν τα… μαχαίρια και η μια έριξε την ευθύνη στην άλλη, αν και «συνδέονταν με σχέση φιλίας και απόλυτης εμπιστοσύνης».
Τελικά, η 54χρονη Κ.Α., ιδιοκτήτρια του δικηγορικού γραφείου και η 54χρονη συνεργάτιδα της Α.Β. κρίθηκαν ένοχες, με ελαφρυντικά, και καταδικάστηκαν σε φυλάκιση 3 ετών, με αναστολή, για την υπεξαίρεση 17.863 ευρώ, η πρώτη, και 58.606 ευρώ, η δεύτερη.
Το λάθος, τα τηλεφωνήματα της Πρεσβείας και οι παρελκυστικές τακτικές
Η Κ.Α. ως ιδιοκτήτρια του γραφείου που ανέλαβε την υπόθεση της αποζημίωσης ανέθεσε στην Α.Β., που ήταν το δεξί της χέρι από το 1984, να χειριστεί την υπόθεση υπό την εποπτεία. Σύμφωνα με την δικαστική απόφαση, «εκ λάθους, παραδρομής ή μη σωστής μελέτης της απόφασης, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της αντιδίκου πλοιοκτήτριας εταιρίας κατέβαλε στις 7-4-2003 το σύνολο των επιδικασθέντων ποσών στη δικηγόρο Α.Β., παραδίδοντας της 4 επιταγές, των 29.303 ευρώ έκαστη, μία δηλαδή για κάθε ναυαγό». Τότε, η δικηγόρος παρέλαβε τις 4 επιταγές, αλλά η εντολή που είχε από την εργοδότριά της ήταν να εισπράξει όχι 117.206 ευρώ, αλλά 58.606 ευρώ, όσο δηλαδή το προσωρινά εκτελεστό ποσό της απόφασης.
Έτσι, σύμφωνα με το Ε’ Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων, κράτησε την διαφορά και «μετέφερε μόνο τις 58.606 ευρώ σε τραπεζικό λογαριασμό της εργοδότριάς της». Η ίδια στη απολογία της επέμεινε πως έδωσε στην συγκατηγορούμενη της τα υπόλοιπα χρήματα σε μετρητά και επικαλέστηκε μία χειρόγραφη απόδειξη με τίτλο «Είσπραξη Ποσού 117.206 ευρώ», που συνέταξε η ίδια αλλά φέρει την υπογραφή της Κ.Α.
«Γινόταν διακίνηση μετρητών στο γραφείο της», είπε με νόημα. Οι δικαστές, ωστόσο, δεν πείστηκαν επισημαίνοντας στην απόφαση τους ότι «η μορφή του εγγράφου αυτού (σ.σ. χειρόγραφη απόδειξη) δεν είναι συνήθης καθώς σε τουλάχιστον δύο σημεία, όπου αναγράφεται ο τόπος και ο χρόνος έκδοσης του εγγράφου, η γραφή είναι «στρυμωγμένη» ανάμεσα στις άλλες σειρές, ωσάν ο συντάξας το έγγραφο να είχε εξ αρχής περιορισμένο χώρο, οριζόμενο στο τέλος αυτού από την υπογραφή της Κ.Α.». Οι δικαστές έκαναν δεκτό, με αυτό τον τρόπο, τον ισχυρισμό της ιδιοκτήτριας τους γραφείου, ότι η απόδειξη γράφτηκε σε λευκό χαρτί που έφερε την υπογραφή της και είχαν στη διάθεση τους οι συνεργάτες της για ώρα ανάγκης.
Ωστόσο, το Δικαστήριο δεν δέχτηκε τους ισχυρισμούς της επικεφαλής του γραφείου Κ.Α. η οποία, όπως αποφάνθηκαν, δεν ενημέρωσε τους Αυστριακούς ότι κέρδισαν την αγωγή και δεν απέδωσε αμέσως, ως όφειλε, τα χρήματα της αποζημίωσης. Για έναν ολόκληρο χρόνο η κατηγορούμενη, σύμφωνα με την δικαστική απόφαση, δεν απαντούσε σε τηλεφωνήματα emails και εξώδικα των εντολοδόχων της, ακόμα και από την αυστριακή πρεσβεία, οι οποίοι είχαν μάθει, πλέον, ότι η πλοιοκτήτρια εταιρία είχε καταβάλει τις αποζημιώσεις.
Όταν το 2005 και το Εφετείο του Πειραιά δικαίωσε τα δυο ζευγάρια, η δικηγόρος Κ.Α. εισέπραξε άλλες 17.863 ευρώ για τόκους και δικαστικά έξοδα τα οποία, επίσης, δεν απέδωσε στους εντολείς της. «Η δράση της κατηγορουμένης χαρακτηρίζεται από αδιαφάνεια και παρελκυστικές τακτικές απέναντι στους εντολείς της αφού ακόμα και τα ποσά που τελικά τους απέδωσε, τα απέδωσε με μεγάλη καθυστέρηση, καρπούμενη, όλο αυτό το διάστημα, τα χρήματα», αναφέρεται χαρακτηριστικά στην απόφαση. Αν και η 54χρονη ισχυρίστηκε πως δεν είναι σίγουρη εάν έχει στείλει τα συγκεκριμένα χρήματα στην Αυστρία -έχει αποδώσει το κεφάλαιο της αποζημίωσης- οι πρώην πελάτες της επιμένουν ότι δεν έχουν εισπράξει τις 17.863 ευρώ. Οι δυο δικηγορίνες έχουν ασκήσει έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης.